Δημήτρης Μαλλάς
Πριν από 15-20 χρόνια, στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η Microsoft, η οποία χαρακτηριζόταν και ως η εταιρεία που εξελίσσεται σε big brother. Τώρα είναι η Google, στην οποία μπορεί επίσης να της αποδοθεί ο όρος big brother και, μάλιστα, με πολύ μεγαλύτερη ευκολία σε σχέση με τη Microsoft. Και το πρόστιμο των 4,3 δισ ευρώ -ή 5 δισ. δολάρια όπως αρέσκονται να επισημαίνουν διαρκώς τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης- είναι το τελευταίο δείγμα των προθέσεων της ΕΕ να περιορίσουν την επέλαση των κολοσσών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον παγκόσμιο «πόλεμο» για την ψηφιακή κυριαρχία. Και το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στα ήδη διαμορφωμένα δεδομένα.
Google και Microsoft δεν είναι οι μόνες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας στις οποίες έχουν επιβληθεί πρόστιμα από την ΕΕ τις τελευταίες 2 δεκαετίες ή έχει διεξαχθεί έρευνα περί παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμών. Apple, Intel, Facebook, Uber και πιο πρόσφατα το Airbnb είναι από τις εταιρείες που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των Βρυξελλών. Και θα πρέπει να προσθέσω ότι οι έρευνες που γίνονται δεν είναι πάντα άδικες, αλλά υπάρχει κάποια βάση για τους ισχυρισμούς από την ευρωπαϊκή πλευρά. Το πρόβλημα είναι ότι φαίνεται ως η Ευρώπη να θέλει να «τιμωρήσει» τις αμερικανικές εταιρείες για την κυριαρχία τους στο χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών.
Η Ευρώπη θα ήθελε να βρίσκεται στην αιχμή της ψηφιακής επανάστασης. Το κατάφερε τη δεκαετία του ’90 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’00, όμως, πλέον είναι προφανές ότι έχει μείνει πίσω. Το ισχυρό ατού της πρωτοκαθεδρίας στην κινητή τηλεφωνία λόγω του προτύπου GSM δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς και στις επόμενες γενιές (3G και 4G) οι ΗΠΑ αλλά και ασιατικές χώρες όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία βρέθηκαν μπροστά. Υπήρξε μία προσπάθεια από την πλευρά της ΕΕ για να πάρει προβάδισμα στο 5G, αλλά η προσπάθεια έχει αποτύχει παταγωδώς καθώς σε σχέση με τις υπόλοιπες προηγμένες περιοχές του πλανήτη, η 5η γενιά θα εμφανιστεί με καθυστέρηση τουλάχιστον 1 έτους. Και αυτό επειδή πολύ απλά, υπάρχει πρόβλημα να ρυθμιστεί το πλαίσιο για την εκχώρηση των συχνοτήτων. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και τα προβλήματα κάθε χώρας δημιουργούν μία τεράστια καθυστέρηση.
Επιπλέον, οι εταιρείες που βρίσκονται στην αιχμή της αγοράς τεχνολογίας και έχουν έδρα την Ευρώπη είναι κυριολεκτικά ελάχιστες. Στο χώρο των κατασκευαστών δεν υπάρχει καμία, με εξαίρεση την HMD Global, η οποία παράγει smartphones με το brand της Nokia, και στο χώρο του λογισμικού μόνο η γερμανική SAP θεωρείται μεγάλος «παίκτης». Η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη στον τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό λόγω Ericsson και Nokia, όπως και σε εκείνον των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών (Electrolux, BSH). Στο Διαδίκτυο, η κατάσταση είναι δραματική καθώς με την εξαίρεση του Spotify και του WeTransfer δύσκολα βρίσκεις εταιρεία που να είναι στην κορυφή των προτιμήσεων των χρηστών. Όσον αφορά στα startups, με εξαίρεση τον τομέα του fintech, η Ευρώπη είναι πίσω παρά τα ισχυρά οικοσυστήματα που έχουν δημιουργηθεί σε Βερολίνο, Λονδίνο και Άμστερνταμ. Το όνειρο της συντριπτικής πλειοψηφίας των startuppers είναι να πάνε στο Σαν Φρανσίσκο και στη χειρότερη στη Νέα Υόρκη.
Έχει χάσει η Ευρώπη τη «μάχη» της ψηφιακής επανάστασης; Σε αυτή τη φάση, σίγουρα ναι. Αλλά επειδή είναι ένας αγώνας, αν όχι αντοχής, τουλάχιστον ημιαντοχής, τουλάχιστον έχει μία ευκαιρία ακόμη. Κεφάλαια υπάρχουν, το πρόβλημα είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένο και η διαδικασία που απαιτείται για να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που δημιουργούν οι εξελίξεις στις ψηφιακές τεχνολογίες είναι εξαιρετικά αργή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Κίνα, το πλαίσιο για την έλευση του 5G είναι έτοιμο. Στην Ευρώπη, ακόμη ψάχνουμε να βρούμε πως θα εκχωρηθούν οι συχνότητες. Στην Ελλάδα μιλάμε για 5G πόλεις αλλά για τις συχνότητες κουβέντα δεν έχει γίνει. Κατά τα άλλα, όμως, η Ευρώπη θέλει να θεωρείται ότι είναι στην αιχμή της τεχνολογικής καινοτομίας. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Μένει να δούμε αν θα αλλάξει αυτό.