Αποστολή: Λάρισα

Του Γιάννη Λεοντάρη

Την πεποίθησή του ότι το 2025 θα είναι η χρονιά της Ελλάδας στην τεχνολογία, εφόσον η ψηφιοποίηση του Δημοσίου συνεχιστεί σύμφωνα με τον προγραμματισμό και τα εναπομείναντα έργα τεχνολογίας του Ταμείου Ανάπτυξης θα ολοκληρωθούν στην ώρα τους, εξέφρασε ο υπουργός Ψηφιακής διακυβέρνησης Δημήτρης Παπαστεργίου, κατά την παρουσία του χθες Παρασκευή στο Innovent Forum που ολοκληρώνει τις εργασίες του σήμερα στο πάρκο καινοτομίας Joist στη Λάρισα.

Ο υπουργός ανέφερε ότι μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα ανέβει για δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για τη διακυβέρνηση των δεδομένων, που θα αποτελεί και τον «δομημένο» τρόπο για τη διάθεση των δεδομένων του Δημοσίου, ενώ σημείωσε ότι το νομοσχέδιο έχει κομβική σημασία καθώς τα δεδομένα και η διαχείρισή τους αποκτούν όλο και πιο κρίσιμο ρόλο.


Πρόσθεσε επίσης ότι η πληροφορία είναι πλέον το «πετρέλαιο του μέλλοντος», ενώ πολύ σύντομα θα είναι διαθέσιμα και τα υψηλής ποιότητας δεδομένα από τους ελληνικούς μικροδορυφόρους που αναμένεται να δημιουργήσουν νέα δεδομένα με τις εφαρμογές που θα κάνουν χρήση τους.

Πέραν αυτού, ο κ. Παπαστεργίου ανέφερε τις προσπάθειες που γίνονται για τη μείωση της γραφειοκρατίας παράλληλα με την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του Δημοσίου, «ώστε να μην ψηφιοποιήσουμε τη γραφειοκρατία» όπως χαρακτηριστικά είπε.

Ανέφερε ως παράδειγμα τη μείωση, έως και κατάργηση, των διάφορων πιστοποιητικών, η απαίτηση των οποίων δημιουργεί πρόσθετη γραφειοκρατία και τα οποία, όπως είπε, ουσιαστικά δε χρειάζονται αφού η πληροφορία την οποία πιστοποιούν υπάρχει ήδη στα συστήματα των φορέων του Δημοσίου.

Ο υπουργός μίλησε επίσης για το ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης στο Δημόσιο, αναφερόμενος στα 2 πρώτα έργα τεχνητής νοημοσύνης που ήδη λειτουργούν, που είναι o ψηφιακός βοηθός του Gov.gr (mAIgov) και η εφαρμογή του Κτηματολογίου, και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι μία από τις 7 χώρες που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα των ΑΙ Factories.

Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη είναι ιδιαίτερα «απαιτητική» σε υπολογιστική ισχύ, ο κ. Παπαστεργίου σημείωσε ότι ο ελληνικός υπερυπολογιστής «Δαίδαλος» θα είναι σε πλήρη λειτουργία μέχρι το τέλος του 2025.

Αναφορικά με τη θέση και τις προκλήσεις για την Ελλάδα στον τομέα της ψηφιοποίησης, ο υπουργός ανέφερε ότι στο παρελθόν η Ελλάδα είχε μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την Ευρώπη, σημείωσε όμως ότι σήμερα είμαστε πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ επισήμανε και τους τομείς όπου η χώρα ακόμα υστερεί, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και η σημαντική έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού σε ψηφιακές ειδικότητες (ένα πρόβλημα πάντως που δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό).

Επανερχόμενος στο θέμα της τεχνητής νοημοσύνης, ο κ. Παπαστεργίου ανέφερε ότι στο θέμα αυτή η Ευρώπη «έχει φάει μία δυνατή σφαλιάρα» και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις καθυστερήσεις που δημιουργεί η γραφειοκρατία και στην τάση «υπερ-ρύθμισης», και πρόσθεσε ότι στην πρόσφατη σύνοδο του Παρισιού για την τεχνητή νοημοσύνη, ο πρωθυπουργός προέβαλλε τη θέση ότι πρέπει να βρεθούν πιο ευέλικτοι τρόποι για την Ευρώπη ώστε να «μπει» στο AI, και ειδικότερα για την ανάγκη ύπαρξης ενός πλαισίου δεοντολογίας και ασφάλειας ως προς τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο θα προστατεύει τους χρήστες, αλλά δεν θα περιορίζει την ανάπτυξη της καινοτομίας και της τεχνολογίας.

Ο υπουργός στάθηκε ακόμα στο θέμα των τρόπων παραγωγής ενέργειας, καθώς η ενέργεια, όπως είπε, παίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Ανέφερε ότι υπάρχουν αρκετές απόψεις για τις επιλέξιμες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και πρόσθεσε ότι θα πρέπει να δούμε πώς θα μπορέσουμε να συνδυάσουμε με τον καλύτερο τρόπο τις «καθαρές» πηγές ενέργειας.

Αναγνώρισε ωστόσο ότι το σημαντικό «κενό» σε επίπεδο κεντρικών ηγεσιών στην Ευρώπη (λόγω της πολιτικής αστάθειας και σημαντικές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία) λειτουργεί ως τροχοπέδη στην προώθηση ενιαίων ευρωπαϊκών πολιτικών στην τεχνητή νοημοσύνη και στην ενέργεια.

Κλείνοντας ο υπουργός ανέφερε ότι η ελληνική αγορά τεχνολογίας βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, και αυτό επιβάλλει συνεχή επαναξιολόγηση των πολιτικών (που θα φέρει και νέες πολιτικές), αλλά και αλλαγή του μοντέλου αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, κάτι που, όπως τόνισε, θα πρέπει να οδηγήσει στην καλύτερη αξιοποίηση του ταλέντου που παράγει η χώρα μας.