Στην εκτίμηση ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιταχυνθεί αγγίζοντας το 2,4% το 2020 και το 2,5% το 2021 καταλήγει η Τράπεζα της Ελλάδας ενώ σύμφωνα με την πρόβλεψη ο ρυθμός ανάπτυξης του 2019 αναμένεται να είναι άνω του 1,9% για το 2019 εξαιτίας των νέων εθνικολογιστικών στοιχείων του ΑΕΠ που δημοσιεύθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ (τα οποία δεν έχουν συνυπολογιστεί από το Ευρωσύστημα).
Όσον αφορά τις επενδύσεις, η εκτίμηση είναι ότι θα ενισχυθούν σημαντικά την προσεχή διετία. Στην αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν
- η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών,
- η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
- η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης,
- η επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και κυρίως η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, με βραδύτερους όμως ρυθμούς, επηρεαζόμενες από τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης κυρίως το 2020, ως απόρροια της επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Οι εξαγωγές υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα αυξηθούν σύμφωνα με τη ζήτηση τουριστικών και ναυτιλιακών υπηρεσιών. Άνοδο όμως αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία τόσο της εγχώριας ζήτησης όσο και των εξαγωγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εισαγωγικό τους περιεχόμενο παραμένει σχετικά υψηλό στην ελληνική οικονομία.
Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των αναμενόμενων χαμηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου, καθώς και λόγω των μειώσεων στην έμμεση φορολογία, ενώ θα αυξηθεί ελαφρώς έως το τέλος του 2021. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνα του γενικού δείκτη.
Σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020.
Προοπτικές και προκλήσεις
Η έκθεση σημειώνει πως η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων την προσεχή περίοδο, οι οποίες επιβαρύνουν τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές αφορούν:
- το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά βεβαίως τη σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητάς του, που θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup από το 2012 έως το 2018),
- τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας,
- το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού,
- τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας,
- το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης, και
- τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Διαβάστε εδώ την πλήρη ΕΚΘΕΣΗ της ΤΤΕ