To 2019 θα μείνει στην ιστορία ως η καλύτερη χρηματιστηριακή χρονιά των τελευταίων 20 χρόνων. Σε αυτή την καταπληκτική χρονιά η Ελληνική Αγορά βρίσκεται στην πρώτη θέση των αποδόσεων από όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη ενώ για πρώτη φορά ο Γενικός Δείκτης σημείωσε 10 μηνιαία θετικά κλεισίματα μια επίδοση που ουδέποτε στο παρελθόν δεν έχει καταγραφεί. Οι μέσες ημερήσιες συναλλαγές βελτιώθηκαν κατά 21% όμως το μεγάλο κέρδος της Ελληνικής αγοράς ήταν η επιστροφή του ενδιαφέροντος σε εκδόσεις μετοχών και χρέους ελληνικού ρίσκου οι οποίες προσέγγισαν τα 6 δις ευρώ. Αν μάλιστα υπολογιστούν και οι τρεις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων τα αντληθέντα κεφάλαια προσεγγίζουν τα 12,5 δις ευρώ, ότι καλύτερο δηλαδή έχει καταγραφεί από το 2014 και μετά. Οι αποδόσεις πάντως των εισηγμένων μετοχών δεν ήταν ομοιόμορφες, είχαν μεγάλο εύρος (έως +250%) δικαιολογώντας απόλυτα τις ιδιότητες των επιμέρους συντελεστών Beta: οι πιο επιθετικές μετοχές του ΧΑ έτυχαν και της υψηλότερης απόδοσης. Ιδιαίτερα ικανοποιητικές ήταν οι επιδόσεις που καταγράφηκαν και στα ομόλογα καθώς το δεκαετές κρατικό ομόλογο αναφοράς κατέγραψε ιστορικά χαμηλές αποδόσεις διευκολύνοντας την ολοκλήρωση εκδόσεων αναχρηματοδότηση με ευνοϊκότερα επιτόκια. Όλα τα παραπάνω είναι παρακαταθήκες για το 2020. Το χρηματιστήριο παρά την έξοδο σημαντικού πλήθους εισηγμένων εταιριών έχει την ευκαιρία να επιστρέψει ως μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και δημιουργίας υπεραξιών για τους επενδυτές.

Στην αύξηση του ενδιαφέροντος εκτιμάται ότι θα συμβάλει το περιβάλλον μηδενικών καταθετικών επιτοκίων ωθώντας κεφάλαια στην αναζήτηση πραγματικών αποδόσεων με μεγαλύτερο ρίσκο. Ο αριθμός των ενεργών κωδικών αλλά και το ενδιαφέρον των ξένων μπορεί να αυξήθηκε, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι σημειώθηκε κάποια έξαρση σε βαθμό υπερβολής που να σηματοδοτεί την κορύφωση της ανοδικής Αγοράς. Οι τράπεζες ουσιαστικά τώρα μπαίνουν σε δρόμο εξυγίανσης επιταχύνοντας την μείωση των προβληματικών τους δανείων, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο πλήθος και ποιότητα ενδιαφερομένων, υπάρχει ακόμα αρκετός χώρος για μελλοντικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας ενώ το εγχείρημα του Ελληνικού ακόμα δεν έχει ξεκινήσει ώστε να αρχίσει να συνεισφέρει στην οικονομία. Στα εγχώρια ρίσκα της επόμενης χρονιάς θα μπορούσαν να επισημανθούν ο γεωπολιτικός παράγοντας, η κόπωση στο ενδιαφέρον ξένων επενδυτικών κεφαλαίων για την απόκτηση χαρτοφυλακίων προβληματικών δανείων, τα στρες τεστ των τραπεζών και η αδυναμία της χώρας να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στην υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Οι αποτιμήσεις στο κατώφλι του 2020 δεν είναι πιά στην ζώνη της ευκαιρίας, έχουν περιορίσει το βαθμό συμπίεσης ενσωματώνοντας προσδοκίες από τις εκτιμώμενες επιδόσεις της νέας χρονιάς. Η επενδυτική οπτική θα γίνει πιο επιλεκτική, θα στραφεί σε εταιρίες που συστηματικά υλοποιούν τις υποσχέσεις τους και έχουν μερισματικές αποδόσεις ή άλλες αμοιβές σε είδος προς τους μετόχους τους που δικαιολογούν ένα πιο υψηλό κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου.

Παρόλα αυτά με εκτίμηση προσδοκώμενου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 2,5% υπάρχει η αίσθηση ότι ακόμα και κλάδοι που υστέρησαν το 2019 (πχ λιανικό εμπόριο) θα αλλάξουν δυναμική και η ανάπτυξη θα αποκτήσει μεγαλύτερη διάχυση σε κλάδους και εταιρίες που ως τώρα κινήθηκαν με μεγαλύτερη μετριοπάθεια. Ο καταλύτης αυτός παραμένει σε αδράνεια τα τελευταία χρόνια και καθώς η μέση ελληνική επιχείρηση βρίσκεται εντός της περιμέτρου των εταιρειών που υστερούν σε αύξηση της δραστηριότητας η αντιστροφή της τάσης θα έχει ισχυρό θετικό αντίκτυπο στην οικονομία.

(*) του Μάνου Χατζηδάκη (επικεφαλής ανάλυσης ΒΕΤΑ ΑΧΕΠΕΥ)

……………….

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK,  22/12/2019