Μολονότι, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών επιταχύνθηκε το 1ο τρίμηνο 2019 (σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ), ωστόσο το ύψος της κατανάλωσης ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος και ως εκ τούτου η αποταμίευση (μεταβλητή ροής) ήταν αρνητική.
Αυτό σημειώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο, υπογραμμίζοντας πως
- σε όρους μέσου 4 τριμήνων, η δαπάνη κατανάλωσης των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές ανήλθε στα €31,4 δισ. και το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα διαμορφώθηκε στα €30,4 δισ.
Συνεπώς, το 1ο τρίμηνο 2019 καταγράφηκε μείωση του αποταμιευτικού αποθέματος (μεταβλητή αποθέματος) των νοικοκυριών κατά €1,4 δισ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα μέσα του 2012 μέχρι σήμερα το αποταμιευτικό απόθεμα των νοικοκυριών συρρικνώθηκε προσεγγιστικά κατά €38,3 δισ. Τα εν λόγω κεφάλαια χρηματοδότησαν το κενό ροών ανάμεσα στο ύψος της ιδιωτικής κατανάλωσης και του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών.
Όπως αναφέρει η τράπεζα, ο αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών εμφανίζει μια τάση ήπιας εξομάλυνσης τα 6 τελευταία τρίμηνα (αναφερόμαστε σε μέσους όρους 4 τριμήνων διότι οι παρατηρήσεις των συγκεκριμένων μεταβλητών χαρακτηρίζονται από υψηλή εποχικότητα).
Συγκεκριμένα, από -7,9% (ή -€2,2 δισ.) επί του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 3ο τρίμηνο 2017 διαμορφώθηκε στο -4,9% (ή -€1,4 δισ.) το 1ο τρίμηνο 2019. Το εν λόγω αποτέλεσμα πηγάζει από τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό ενίσχυσης της καταναλωτικής δαπάνης.
Επί παραδείγματι, την περίοδο από το 3ο τρίμηνο 2017 μέχρι το 1ο τρίμηνο 2019, η μέση τριμηνιαία μεταβολή της πρώτης μεταβλητής ήταν 0,7% και της δεύτερης 0,2%. Κάνοντας την υπόθεση ότι η εν λόγω δυναμική διατηρείται στο μέλλον, τότε η ψαλίδα ανάμεσα στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και το διαθέσιμο εισόδημα θα έκλεινε προς τα τέλη του 2022 (το εν λόγω αποτέλεσμα δεν αποτελεί πρόβλεψη του Τομέα Eurobank Research).
Όπως σημειώνει η Eurobank, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών συνδέεται κυρίως με την αύξηση των πρωτογενών εισοδημάτων, δηλαδή εσόδων που προέρχονται από τη συμμετοχή των νοικοκυριών στην παραγωγική διαδικασία. Λόγω της διπλής ιδιότητας που έχει ο συγκεκριμένος θεσμικός φορέας στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. ένα ποσοστό ανήκει στην εξαρτημένη εργασία και ένα άλλο στους αυτοαπασχολούμενους), η ενίσχυση των πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών προέρχεται κατά βάση από το μικτό εισόδημα (π.χ. το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων που πηγάζει από τη χρήση των δύο βασικών παραγωγικών συντελεστών, ήτοι εργασίας και κεφαλαίου) και από τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας. Οι τελευταίες παρουσιάζουν άνοδο κυρίως λόγω αύξησης της απασχόλησης και σε πολύ λιγότερο βαθμό λόγω ανόδου των αμοιβών ανά απασχολούμενο.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, ο ρυθμός ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στηριζόμενος στην αύξηση της απασχόλησης, παρουσίασε επιτάχυνση το 1ο τρίμηνο 2019 (3,4% από 2,7% και 1,4% το 4ο και το 1ο τρίμηνο 2018 αντίστοιχα).
Η αποταμίευση παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος, εντούτοις εμφανίζει αυξητική (μικρότερη αρνητική ροή) τάση τα 6 τελευταία τρίμηνα.
Βάσει αυτών των στοιχείων, η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας και των άμεσων ξένων επενδύσεων αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της αποταμίευσης. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αρχικά συνδέεται με την εισροή ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Στη συνέχεια η ενίσχυση των εισοδημάτων και η αύξηση των κινήτρων για αποταμίευση θα δημιουργήσουν επιπρόσθετους εγχώριους πόρους για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και με αυτόν τον τρόπο θα αποτραπεί η δημιουργία υψηλών και μη βιώσιμων ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο.