Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει χαμηλή άμεση έκθεση τόσο στις αμερικανικές τράπεζες όσο και στην Credit Suisse, τόνισε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χρ. Παπακωνσταντίνου, μιλώντας σε συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου.
Οπως υπογράμμισε, η ανθεκτικότητά του στις τρέχουσες αναταράξεις υποστηρίζεται από την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του και ρευστότητα, την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών με τη μείωση των ΜΕΔ, το ισχυρό εποπτικό πλαίσιο, καθώς και την ετοιμότητα των αρχών να προσφέρουν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πρόσθετη ρευστότητα, εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Οπως είπε η κα Παπακωνσταντίνου, η Ελλάδα απέχει μόλις μία βαθμίδα από την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας, στόχος που είναι εφικτό να επιτευχθεί στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ιδίως μετά την πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από τον οίκο Moody’s.
«Δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική με την έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και να διασφαλιστεί η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ώστε να συνεχιστεί η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους», συμπλήρωσε η κεντρική τραπεζίτης.
Ανάκαμψη από το 2024
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει, εξαιτίας της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και του γεγονότος ότι τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023. Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ και τους, έως τώρα, διαθέσιμους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών, η ελληνική οικονομία (όπως και η οικονομία της ΕΕ) αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν το προηγούμενο διάστημα, σημείωσε η κα Παπακωνσταντίνου.
Οπως εκτίμησε, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει το 2024 και το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, καθώς και την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων με τη αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης.