Η Moody’s εξηγεί με σαφήνεια γιατί προχώρησε στην αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας:
- ταχύτερη ανάπτυξη,
- καλύτερες σε σχέση με τον προγραμματισμό δημοσιονομικές επιδόσεις οι οποίες αποδίδονται κυρίως στα μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής
- ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος
Δεν έδωσε όμως την επενδυτική βαθμίδα παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων (ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ, ηλεκτρονική τιμολόγηση, διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές) που έχουν ενισχύσει τα έσοδα.
Επόμενα ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης είναι με τη Standard and Poor’s στις 18 Οκτωβρίου και με τη Fitch στις 22 Νοεμβρίου.
Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 αντανακλά τις σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια στην υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής σύγκλισης, έναντι των συνεχιζόμενων προκλήσεων σε τομείς όπως η αποδοτικότητα στην απονομή δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό χρέος.
Ο οίκος επισημαίνει ότι βλέπει αυξημένη πιθανότητα διατηρήσιμης ενίσχυσης του τραπεζικού κλάδου, κάτι που μειώνει τα ρίσκα για την κυβέρνηση. Η υγεία του τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πλέον, οι ελληνικές τράπεζες είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε πολλούς δείκτες οικονομικής ισχύος.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ, με τους δείκτες CET1 των ελληνικών τραπεζών στο 15,5% έναντι 16% στην ΕΕ. Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρότερη και εμφανίζουν τον χαμηλότερο λόγο κόστους – εσόδων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο, οι προοπτικές περαιτέρω μείωσης κοντά στον μέσο όρο του 1,9% σε επίπεδο ΕΕ τα επόμενα 1-2 χρόνια είναι καλές. Η προοπτική περαιτέρω μείωσης των δεικτών NPL θα ενισχυθεί από την επέκταση του συστήματος εγγυήσεων Ηρακλής κατά 1 δισ. ευρώ. Tα σημάδια βελτίωσης του τραπεζικού κλάδου είναι ορατά και από την πώληση του μεριδίου της Πειραιώς το Μάρτιο και τη σχεδιαζόμενη πώληση μεριδίου της Εθνικής από το ΤΧΣ.
Η βελτιωμένη ισχύς των τραπεζών, εάν διατηρηθεί, θα τους παρέχει καλύτερη θέση ώστε να αντιμετωπίσουν πιθανά μελλοντικά σοκ χωρίς να αυξήσουν τα ρίσκα για το ελληνικό δημόσιο.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει εμφανίσει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική πειθαρχία και έχει υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και σε ταχύτερη μείωση του χρέους.
Ο οίκος προβλέπει δημοσονομικά ελλείμματα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση από το 2024 ως το 2026, καταγράφοντας περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% το 2023. Επιπλέον, αναμένει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-6, ξεπερνώντας τους στόχους στο ελληνικό πρόγραμμα σταθερότητας. Παράλληλα, προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί κάτω από το 150%
Επισημαίνει ακόμη ότι τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ – θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του χρέους. Ενώ σε σχέση με τις τράπεζες ο οίκος υπογραμμίζει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται τώρα πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ ως προς τους δείκτες κεφαλαιοποίησης, κερδοφορίας και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- “Η αξιολόγηση της Moody’s αποτελεί μια ακόμη απάντηση σε όσους επιμένουν σε μηδενιστική κριτική για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Πολιτική την οποία η κυβέρνηση θα συνεχίσει με ταχύτερους ρυθμούς, όχι μόνο γιατί αναγνωρίζεται στο εξωτερικό αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες διαπιστώνουν καθημερινά τα θετικά της αποτελέσματα στην ανάπτυξη, τα εισοδήματα, τη μείωση της ανεργίας και τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών».