Η παράταση της πανδημίας εξακολουθεί να δυσχεραίνει τις προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη πορεία του ΑΕΠ αλλά με βάση τα στοιχεία μέχρι σήμερα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) εκτιμά, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, ότι ο προβλεπόμενος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 5,2%, στη βάση των εκτιμώμενων ποσοστιαίων μεταβολών 7% και 3,5% για το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο του 2022, αντίστοιχα.
Πιο αναλυτικά, το ΚΕΠΕ ανακοίνωσε σήμερα τις προβλέψεις του υποδείγματος παραγόντων για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα λοιπόν με τις προβλέψεις του υποδείγματος παραγόντων του ΚΕΠΕ για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), εκτιμάται ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για το σύνολο του 2021 και ο μέσος ρυθμός μεταβολής για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα διαμορφωθούν στο 8,6% και 9,9%, αντίστοιχα. Οι προβλέψεις αυτές ενσωματώνουν τα επίσημα δημοσιευμένα (προσωρινά) στοιχεία για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021, καθώς και την εκτίμηση ρυθμού μεταβολής 6,4% για το τέταρτο τρίμηνο του έτους. Για το πρώτο εξάμηνο του 2022, ο προβλεπόμενος ρυθμός μεταβολής διαμορφώνεται στο 5,2%, στη βάση των εκτιμώμενων ποσοστιαίων μεταβολών 7% και 3,5% για το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο του 2022, αντίστοιχα.
Οι συγκεκριμένες προβλέψεις σηματοδοτούν την ανάκαμψη της οικονομίας και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2021, ως απόρροια της άρσης σημαντικού αριθμού έκτακτων μέτρων περιορισμού και αναστολής της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας στη χώρα. Οι παρεχόμενες εκτιμήσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2022 αντανακλούν τη συνολική ανάκαμψη της οικονομίας από την κρίση της πανδημίας και μία πορεία ανάπτυξης, αν και με μια υποχώρηση του ρυθμού της στο δεύτερο τρίμηνο του 2022. Τονίζεται ότι η παράταση της πανδημίας εξακολουθεί να δυσχεραίνει τη διεξαγωγή προβλέψεων για τη βραχυπρόθεσμη πορεία του ΑΕΠ, τόσο εξαιτίας της απορρέουσας αβεβαιότητας, όσο και των συνεχών εναλλαγών μεταξύ περιόδων λήψης έκτακτων περιοριστικών μέτρων και περιόδων τμηματικής και μερικής άρσης αυτών. Παράλληλα, παραμένει δύσκολη η ακριβής ποσοτικοποίηση τόσο των δυσμενών επιπτώσεων της προκαλούμενης διαταραχής, όσο και των αντισταθμιστικών επιδράσεων των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και θωράκισης της οικονομίας, καθώς και των μέτρων πολιτικής με εξέχουσα σημασία, όπως η εκταμίευση και σταδιακή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.