Μακροπρόθεσμα οι προοπτικές του τουρισμού στην Ελλάδα, μετά την τελευταία εξαετία των ρεκόρ, παραμένουν θετικές, αρκεί να δοθεί έμφαση και σε άλλες μορφές τουρισμού όπως π.χ. ο συνεδριακός, ο οικολογικός, ο αγροτουρισμός, ο αναξιοποίητος πολιτιστικός τουρισμός κ.λπ. και να βελτιωθεί η σχέση ποιότητας – τιμής.
Για το 2019, ωστόσο οι παράγοντες που θα κρίνουν την πορεία του κλάδου στη χώρα μας, με βάση τη σχετική ανάλυση της Alpha Bank όπου γίνεται και ο λόγος για τις θετικές προοπτικές έχουν να κάνουν με την πορεία των οικονομιών της Ε.Ε., τη διάθεση των Γερμανών για ταξίδια στο εξωτερικό, αφού πρόκειται για τη μία από τις δύο βασικές μας αγορές μαζί με αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά τον εισερχόμενο τουρισμό. Επιπλέον μεγάλο ρόλο θα παίξει το Brexit, η ολική επαναφορά ανταγωνιστικών προορισμών όπως είναι η Τουρκία, ο μειωμένος, κατά 1,3 εκατ. θέσεις επί του συνόλου των 20 εκατ. και πλέον προγραμματισμένων θέσεων στα περιφερειακά αεροδρόμια και τέλος η πορεία του «τουριστικού κύκλου» (σ.σ. στην περίπτωση της Ελλάδας θα πρέπει να προσμετρηθούν τα έξι χρόνια της ανόδου).
Ειδικά όσον αφορά την πορεία των οικονομιών της Ε.Ε., η εκτιμώμενη ήπια επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28) σε 1,5% το 2019, έναντι 1,9% το 2018, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό αύξησης της ζητούμενης ποσότητας τουριστικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, χώρες που αποτελούν βασικές αγορές προέλευσης επισκεπτών για την Ελλάδα, αναμένεται να σημειώσουν ελαφρώς χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Χειμερινές της Προβλέψεις για το 2019, όπως η Γερμανία (2019: 1,1%, 2018: 1,5%), το Ηνωμένο Βασίλειο (2019: 1,3%, 2018: 1,4%), η Ιταλία (2019: 0,2%, 2018: 1,0%), η Γαλλία (2019: 1,3%, 2018: 1,5%) και η Ρουμανία (2019: 3,8%, 2018: 4%).
Επιπλέον, η αβεβαιότητα που απορρέει από ένα Brexit χωρίς συμφωνία, θα μπορούσε να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στις αφίξεις Βρετανών τουριστών στη χώρα μας. Η ενδεχόμενη μείωση της εισροής αυτής, συνδέεται τόσο με τις ενδείξεις για επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του βρετανικού ΑΕΠ και μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αλλά και της αποδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης των Βρετανών εξαιτίας ενδεχόμενης υποτίμησης της βρετανικής λίρας