Κυρίως στην έμμεση και όχι στην άμεση φορολογία στηρίζεται η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του στόχου στο πρώτο εννεάμηνο του 2018, τονίζεται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.
Με βάση την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018, το πρωτογενές πλεόνασμα υπερέβη τόσο τον στόχο που είχε τεθεί για το διάστημα αυτό, όσο και το πρωτογενές αποτέλεσμα του αντίστοιχου περυσινού χρονικού διαστήματος, στηριζόμενο στην υπέρβαση των φορολογικών εσόδων και στη μείωση τόσο των πρωτογενών δαπανών, όσο και στην υπο-εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων έναντι των στόχων.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία εκτελέσεως του Προϋπολογισμού δείχνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε σε € 4,8 δισ., σημαντικά υψηλότερο κατά € 2,3 δισ. έναντι του στόχου που είχε τεθεί για το εννεάμηνο του 2018 με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 και έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος € 4,5 δισ. στο εννεάμηνο του 2017.
Σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της εκτελέσεως του προϋπολογισμού είναι το γεγονός ότι η αύξηση των εσόδων από την έμμεση φορολογία υπερκαλύπτει την υστέρηση των εσόδων από άμεσους φόρους στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018.
Ειδικότερα, η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων κατά € 232 εκατ. έναντι του στόχου προέρχεται από την υψηλότερη απόδοση των έμμεσων φόρων κατά € 616 εκατ. και την υστέρηση των άμεσων φόρων κατά € 383 εκατ., σημειώνει η Alpha Bank.
Η υστέρηση των εσόδων από την άμεση φορολογία μπορεί να αποδοθεί τόσο σε συγκυριακούς (που αφορούν κυρίως το τρέχον έτος) όσο και σε δομικούς παράγοντες, υπογραμμίζουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Οι συγκυριακοί παράγοντες αφορούν στην καθυστέρηση της εισπράξεως του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων λόγω των παρατάσεων που δόθηκαν και την έναρξη καταβολής των δόσεων του ΕΝΦΙΑ έναν μήνα αργότερα σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Εντούτοις, η διαχρονική πορεία των φορολογικών εσόδων δείχνει ότι η υστέρηση των εσόδων στη κατηγορία των άμεσων φόρων έναντι των έμμεσων αποτελεί ένα διαρκές φαινόμενο για την ελληνική οικονομία που οφείλεται σε δομικούς παράγοντες της οικονομίας, οι οποίοι εξετάζονται στο παρόν δελτίο.
Η Ελλάδα στηρίζεται διαχρονικά σε μεγαλύτερο βαθμό στους έμμεσους φόρους και λιγότερο στους άμεσους, με τον λόγο των έμμεσων φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ να φθάνει στο 17,3% το 2017, ενώ οι άμεσοι φόροι προσεγγίζουν το 10,2%.
Η ίδια εικόνα παρατηρείται και κατά την περίοδο των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής που έλαβε η χώρα, ενώ από το 2014 και έπειτα παρατηρείται διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ έμμεσων και άμεσων φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η διαφορά μεταξύ έμμεσων και άμεσων φόρων θα διατηρηθεί τα έτη 2018 και 2019, με αποτέλεσμα η χώρα να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στους έμμεσους φόρους προκειμένου να επιτευχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί και διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Συγκριτικά με τις χώρες που ακολούθησαν προγράμματα προσαρμογής ή/και αντιμετώπισαν δημοσιονομικά προβλήματα, η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση των εσόδων από τους έμμεσους φόρους.
Η μεταβολή των εσόδων από έμμεσους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2017 ήταν η υψηλότερη (κατά 5,6% του ΑΕΠ) μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, ενώ τα έσοδα από την άμεση φορολογία αυξήθηκαν μόλις κατά 1,6% του ΑΕΠ.