Την ανάγκη “να εκλογικευθούν οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι στο βαθμό που θα το επιτρέψει η σχεδιαζόμενη ελάφρυνση του δημοσίου χρέους έτσι ώστε να μην υπονομευθεί η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας τα επόμενα έτη”, επισημαίνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που κυκλοφόρησε σήμερα.
Στην ανάλυση της η τράπεζα σημειώνει ταυτόχρονα ότι όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα η Ελλάδα πέτυχε “τη δεύτερη μεγαλύτερη επίδοση στη Ζώνη του Ευρώ μετά την Κύπρο φθάνοντας το 4,2% του ΑΕΠ (έναντι 1,75% του στόχου του προγράμματος προσαρμογής), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 1,1%.”
Ολόκληρη η ανάλυση της Alpha Bank:
“Η Ελλάδα στη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής επέτυχε σημαντική προσαρμογή στη δημοσιονομική διαχείριση, εξαλείφοντας σταδιακά το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα που είχε φθάσει το 10,3% του ΑΕΠ το 2009 και επιτυγχάνοντας υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία έτη. Η προσαρμογή αυτή επετεύχθη με σημαντικό κοινωνικό κόστος σε όρους απωλειών θέσεων εργασίας και μειώσεως εισοδημάτων. Το υφεσιακό αυτό αποτέλεσμα επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της αβεβαιότητας, η οποία τα τελευταία χρόνια φαίνεται, έστω και με καθυστέρηση, να κάμπτεται. Η επίπτωση, ωστόσο, της κλιμακούμενης πολιτικής κρίσεως στην Ιταλία επί των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων σε αυτήν την κρίσιμη φάση εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής μάς υπενθυμίζει το πόσο ευάλωτη παραμένει η ελληνική οικονομία στις εξωτερικές διαταραχές και την αβεβαιότητα.
Όπως έχει αναλυθεί οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι (Εβδομαδιαίo Δελτίo Alpha Bank 2/3/2018) θα ήταν σημαντικό να εκλογικευθούν στο βαθμό που θα το επιτρέψει η σχεδιαζόμενη ελάφρυνση του δημοσίου χρέους έτσι ώστε να μην υπονομευθεί η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας τα επόμενα έτη. Στο Γράφημα 1 απεικονίζεται το πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) που επέτυχε η Ελλάδα το 2017 σε σύγκριση με άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, η χώρα επέτυχε τη δεύτερη μεγαλύτερη επίδοση στη Ζώνη του Ευρώ μετά την Κύπρο φθάνοντας το 4,2% του ΑΕΠ (έναντι 1,75% του στόχου του προγράμματος προσαρμογής), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 1,1%.
Διατήρηση Συσταλτικής Δημοσιονομικής Πολιτικής
Η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη τα τελευταία έτη φαίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν μετράται λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου της Ελλάδος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Συγκεκριμένα, το προσαρμοσμένο προς τον οικονομικό κύκλο πρωτογενές πλεόνασμα που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ποσοστό στο δυνητικό ΑΕΠ έφθασε το 7,7% το 2017, έναντι μόλις 1,3% κατά μέσο όρο στην Ζώνη του Ευρώ (Γράφημα 1). Τούτο αποτελεί ένα ακριβέστερο μέτρο της εντάσεως της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς λαμβάνει υπόψη πόσο υποστηρικτική είναι η κατάσταση της οικονομίας στην προσπάθεια αυξήσεως των εσόδων και του περιορισμού των δαπανών. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 φαίνεται ότι δεν οφειλόταν τόσο στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητος όσο κυρίως στην επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν τα τελευταία έτη. Αυτά αφορούν:
• Μεταρρυθμίσεις το 2016 για το συνταξιοδοτικό σύστημα
• Αυξήσεις στους έμμεσους φόρους τα δύο τελευταία έτη.
• Χαμηλότερες έναντι των στόχων πρωτογενείς δαπάνες (συμπεριλαμβανομένου του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) και
• Λοιπά μη επαναλαμβανόμενα έσοδα όπως για παράδειγμα η ρύθμιση της οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων.
Σημειώνεται ότι σε όλη την περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής, η δημοσιονομική συστολή ήταν εντόνως προκυκλική, καθώς τα πρωτογενή ελλείμματα εκμηδενίστηκαν κατά την διάρκεια της έντονης καθοδικής πορείας του οικονομικού κύκλου. Επομένως, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν ακόμη μεγαλύτερη και αυτό απεικονίζεται με το πρωτογενές αποτέλεσμα προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο (Γράφημα 2), το οποίο είναι υψηλότερο σε συνθήκες έντονης και παρατεταμένης υφέσεως, σε σχέση με το πρωτογενές ισοζύγιο όταν δεν είναι προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο. Επιπλέον, στο Γράφημα 2 παρουσιάζεται το παραγωγικό κενό (με γραμμές), το οποίο ορίζεται ως η διαφορά του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους από το δυνητικό ΑΕΠ.
Όπως παρατηρείται, το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβερνήσεως στην Ελλάδα είναι σημαντικά πλεονασματικό την διετία 2016-2017, ενώ το παραγωγικό κενό παραμένει έντονα αρνητικό, δηλαδή η οικονομία λειτουργεί σημαντικά χαμηλότερα των παραγωγικών δυνατοτήτων της.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που επέτυχε η Ελλάδα συνέβαλε στην διεύρυνση του παραγωγικού κενού, το οποίο, όπως φαίνεται στο Γράφημα 2 είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.
Το χαρακτηριστικό της έντονης δημοσιονομικής συστολής συνεχίζεται τους πρώτους μήνες του 2018, σύμφωνα με την εκτέλεση του Προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η εξέλιξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του Κρατικού Προϋπολογισμού τους πρώτους τέσσερεις μήνες του 2018 (σωρευτικά στοιχεία).Όπως παρατηρείται, το πρωτογενές πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού (γκρι γραμμή) διατηρείται σταθερά υψηλότερα του στόχου που έχει τεθεί για αυτό το διάστημα (γκρι διακεκομμένη γραμμή). Η υπεραπόδοση αυτή αποδίδεται τόσο στα υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού (μπλε μπάρα) σε σχέση με τον στόχο (γαλάζια μπάρα), όσο και στο γεγονός ότι οι πρωτογενείς δαπάνες κινούνται χαμηλότερα έναντι του στόχου. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι το πρωτογενές πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού να διαμορφωθεί στα €2,28 δισ. στο τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2018, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €0,37 δισ.
Αποπληρωμή Ληξιπρόθεσμων Οφειλών, Έσοδα Ιδιωτικοποιήσεων και Συνθήκες Ρευστότητος
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η δημοσιονομική πειθαρχία πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες μειώθηκαν από € 9,6 δισ. το 2012 στα €3,4 δισ. στο πρώτο τρίμηνο του 2018 (Γράφημα 4).
Παράλληλα, αν και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων στο παρελθόν εμφάνισε αρκετές καθυστερήσεις, εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί και τα έσοδα θα ανέλθουν στα €6,9 δισ. σωρευτικά στην περίοδο 2011-2018. Η βελτίωση των γενικών συνθηκών ρευστότητας επηρεάζεται θετικά από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς διατίθενται οικονομικοί πόροι στην πραγματική οικονομία. Τούτο, σε συνδυασμό με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, αναμένεται να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στην οικονομία και να προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις.
Η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας αποτυπώνεται και στη συνεχιζόμενη μείωση της εξαρτήσεως των ελληνικών τραπεζών από τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως του Ευρωσυστήματος, το πρώτο τετράμηνο του 2018.
Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, στο τέλος Απριλίου, η χρηματοδότηση των Ελληνικών τραπεζών μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης και του ευρωπαϊκού μηχανισμού παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) ανερχόταν σε €21,5 δισ., έναντι €59,1 δισ. τον ίδιο μήνα του 2017. Παράλληλα από τον Μάιο του 2017 παρατηρείται συνεχής μείωση του λόγου δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα προς τις καταθέσεις, ο οποίος υποχώρησε από 160,7% τον Μάϊο του περασμένου έτους σε 141,1% τον Απρίλιο του 2018. Σημειώνεται δε η εντονότερη μείωση του ανωτέρω λόγου τους τελευταίους δύο μήνες γεγονός που επιβεβαιώνει τη βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.