Ολοένα και μειώνονται τα ποσοστά της ανεργία στην Ελλάδα, με τον αριθμό των ανέργων να καταγράφει περαιτέρω μείωση, ωστόσο ο γυναικείος πληθυσμός εξακολουθεί να “βάλλεται”.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ Στο 16,4% διαμορφώθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το γ’ τρίμηνο εφέτος έναντι 16,9% το β’ τρίμηνο του 2019 και 18,3% το γ’ τρίμηνο του 2018.
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 777.041 άτομα (εκ των οποίων περίπου 572.000 είναι μακροχρόνια άνεργοι) και μειώθηκε κατά 3,5%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 10,9%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας (20,5%) παραμένει σημαντικά υψηλότερο από εκείνο στους άνδρες (13%).
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (39,4%) και 20- 24 ετών (31,7%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (23,9%), 30- 44 ετών (15,9%), 45- 64 ετών (13,5%) και 65 ετών και άνω (8,8%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (23,8%), η Δυτική Ελλάδα (23,7%) και η Θεσσαλία (19,5%). Ακολουθούν η Κεντρική Μακεδονία (19,2%), η Στερεά Ελλάδα (16,7%), η Αττική (16,5%), η Ήπειρος (16,2%), το Βόρειο Αιγαίο (16,2%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (15,1%), η Πελοπόννησος (11%), η Κρήτη (8,4%), το Νότιο Αιγαίο (7,2%) και οι Ιόνιοι Νήσοι (6,2%).
Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (26,8%), είτε γιατί απολύθηκαν (23,7%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (19%) εργαζόταν στον κλάδο του εμπορίου. Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (29,5%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές.
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 20,3%. Η πλειονότητα των ανέργων (73,6%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 92,2% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 21,5%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 11,5%.
Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15- 74 ετών είτε δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (46,7%) είτε έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (29,5%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (60,8%) ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (9%). Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (37%) ή εκπαιδεύονται (24,0%). Το 0,7% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,3% δεν αναζητεί εργασία, επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δεν γνωρίζει που θα απευθυνθεί.
Ο αριθμός των απασχολουμένων το γ’ τρίμηνο εφέτος ανήλθε σε 3.971.899 άτομα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,4%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (69%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (21%). Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 9,1%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 9,7%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ενώ η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (24%) και οι επαγγελματίες (18,8%). Σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2018, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους υπαλλήλους γραφείου και τους στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (45,9%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (27,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (84%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες, ενώ το 9,4% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες. Το 1,8% δηλώνει ότι έχει και δεύτερη εργασία, ενώ το 2% αναζητεί εργασία, αν και εργάζεται.