Νέες αυξήσεις του ΕΝΦΙΑ το 2019 και το 2020,περικοπές στις συντάξεις και αφορολογήτου, απαλλαγή από τον ΦΠΑ στους αγοραστές των κόκκινων δανείων και αυστηρή εποπτεία περιλαμβάνει ως δεσμεύσεις η έκθεση των θεσμών για την 4η αξιολόγηση.

Αναφορικά με τα φορολογικά και συγκεκριμένα για το μέτρο της προσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις εμπορικές τονίζεται ότι για το 2018 οι προσαρμογές στον ΕΝΦΙΑ έγιναν με ουδέτερο τρόπο.

Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν πως στις περιοχές όπου προέκυψαν αυξήσεις (αυτό ισχύει και για τις λαϊκές περιοχές) και δεν πέρασαν στις τελικές τιμές που όρισαν οι επιτροπές αυτό θα πρέπει να γίνει σε δύο χρόνια, μοιράζοντας το υπόλοιπο της αύξησης κατά το 50% το 2019 και το υπόλοιπο 50% το 2020. Αυτόματα, για τις περιοχές όπου αυξήθηκαν οι αντικειμενικές τιμές αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση και του ΕΝΦΙΑ αλλά και των υπόλοιπων 19 φόρων που βαρύνουν το ακίνητο και θα προσαρμοστούν στην νέες αξίες από το 2019.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι συντελεστές που θα χρησιμοποιηθούν στην φετινή εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ μπορεί να αλλάξουν σε βάθος 24 μηνών σε διάφορες περιοχές και συνεπώς πολλά νοικοκυριά δεν μπορούν να προβούν σε ασφαλή σχεδιασμό για τις φορολογικές επιβαρύνσεις που αντιμετωπίζουν.

Η κυβέρνηση πάντως είχε προειδοποιήσει πως έπονται τροποποιήσεις στους συντελεστές.

Υπενθυμίζεται ότι οι φετινές αλλαγές στις τιμές ζώνης και στον ΕΝΦΙΑ θα οδηγήσουν σε αύξηση του φόρου για σχεδόν ένα εκατομμύριο ιδιοκτήτες ακινήτων, ήτοι το 15%, αν και για τους περισσότερους το επιπλέον κόστος δεν θα υπερβεί τα 50 ευρώ.

Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται η δέσμευση να γίνει προσαρμογή και της φορολογίας στη Ναυτιλία μέχρι και τον Ιούλιο επεκτείνοντας την εθελοντική εισφορά και ορίζοντας ένα νέο φόρο επαναπατρισμού κεφαλαίων, όπως ζητούσε το Μνημόνιο.

Για τα κόκκινα δάνεια,  η έκθεση συμμόρφωσης αποκαλύπτει ότι παρά την αρχική ανένδοτη στάση της ελληνικής πλευράς συμφωνήθηκε η εξαίρεση από τον ΦΠΑ των αγοραπωλησιών «κόκκινων» και «πράσινων» δανείων που θα κάνουν τα ειδικά επενδυτικά κεφάλαια που επενδύουν σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Η έκθεση συμμόρφωσης που θα παρουσιαστεί στο σημερινό Eurogroup αφού επικυρώνει το κλείσιμο των προαπαιτουμένων θεωρεί απαραίτητη τη μακρόχρονη μεταμνημονική εποπτεία για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που νομοθετήθηκαν στα Μνημόνια.

Σημειώνει ότι για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων προϋποθέτει την απαρέγκλιτη υιοθέτηση των οροφών δαπανών που έχουν υιοθετηθεί στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής.

Συγκεκριμένα, στο κείμενο τονίζεται ότι «η Ελλάδα πρέπει να στηριχτεί στην πρόοδο που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM και να ενισχύσει τα θεμέλια για μια βιώσιμη ανάκαμψη, κυρίως μέσω της συνέχισης και ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν με το πρόγραμμα και μέσω της διασφάλισης ότι θα προστατευθούν οι στόχοι των μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει πως είναι αναγκαία η «ενισχυμένη εποπτεία» και η παροχή τεχνικής βοήθειας για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων μακροπρόθεσμα.

«Η Ενισχυμένη Εποπτεία, όπως ορίζεται στο Αρθρο 2 της Οδηγίας 472/2013 της Ε.Ε., μπορεί να προσφέρει ένα εύλογο και εύρωστο πλαίσιο που θα διασφαλίζει την ολοκλήρωση, τη συνέχεια και την παράδοση μεταρρυθμίσεων σε μια σειρά από τομείς που καλύπτει το πρόγραμμα του ESM. Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται πλήρως ότι θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν εύλογες οικονομικές πολιτικές», τονίζεται στο έγγραφο.

Το κείμενο της έκθεσης συμμόρφωσης τονίζει ακόμη ότι, με βάση τις ακολουθούμενες πολιτικές, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 είναι εφικτός με την προγραμματισμένη εφαρμογή της περικοπής των συντάξεων το 2019 και την περικοπή του αφορολογήτου το 2020.

Επισημαίνεται επίσης ότι βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων τόσο του 2018 όσο και των επόμενων χρόνων είναι η τήρηση της λιτότητας και των οροφών δαπανών που έχει θέσει η ελληνική πλευρά μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022.

Ως στοιχεία που θα υποστηρίξουν την υλοποίηση των δημοσιονομικών στόχων αναφέρονται:

Το κλείσιμο του παραγωγικού κενού κατά 1,7% του ΑΕΠ που θα έχει θετική επίδραση στα δημόσια έσοδα.

Η διατήρηση του κανόνα 1:1 στις προσλήψεις και αποχωρήσεις στον δημόσιο τομέα που θα περιορίσει στο μίνιμουμ τις αυξήσεις στο μισθολογικό κονδύλι του Δημοσίου.

Η αύξηση των δαπανών Υγείας με οδηγό την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Η θετική επίδραση που θα έχουν στην οικονομία τα κονδύλια του επόμενου ΕΣΠΑ και του πακέτου Γιούνκερ.

Τέλος, η έκθεση υιοθετεί τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για ανάπτυξη 1,9% του ΑΕΠ φέτος, 2,3% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020, 2,1% το 2021 και 1,8% το 2022.

 

newsbomb