Σούπερ μάρκετ, ηλεκτρονικό εμπόριο, fintech και υπηρεσίες υγείας όπως και οι γνωστές πλατφόρμες ταξί μπαίνουν στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Ανταγωνισμού το επόμενο διάστημα.
Οι παραπάνω κλάδοι δεν ελέγχονται εκ των προτέρων για κάποιο θέμα παράβασης του ανταγωνισμού, όπως επισημαίνουν στελέχη που έχουν γνώση του θέματος αλλά κυρίως για:
– το γεγονός ότι κρίνεται απαραίτητο να μελετηθεί η λειτουργία τους λόγω των μεγεθών τους και επίσης λόγω της μετάβασης της οικονομίας στη νέα ψηφιοποιημένη εποχή.
Πέραν όμως των παραπάνω, στόχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού φέρεται να είναι για εφέτος ο διπλασιασμός των αυτεπάγγελτων ερευνών παράλληλα με τις έρευνες που θα διεξαχθούν μετά από καταγγελίες.
Γενικότερα, η ανεξάρτητη αρχή επιδιώκει να εναρμονίσει το καθεστώς λειτουργίας των αγορών με τους κανόνες του ανταγωνισμού με συνεχείς κλαδικές μελέτες που θα βλέπουν το φως της δημοσιότητα και γνωμοδοτήσεις.
Στη δίνη του κορονοϊού
Φλέγον ζήτημα παραμένει, για την ώρα, ο κορονοϊός καθώς οι επιπτώσεις σε κοινωνία, οικονομία και αγορές δεν μπορούν να εκτιμηθούν με σαφήνεια. Στον αντίποδα, τα περιστατικά όμως αισχροκέρδειας έχουν ήδη κάνουν την εμφάνιση τους στην αγορά – κάτι που βέβαια λαμβάνει χώρα και στο εξωτερικό.
Σε αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή Ανταγωνισμού προειδοποιεί πως «θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης (τύπος, διαδίκτυο, δημόσιες ανακοινώσεις κ.λπ.) εκμεταλλευόμενες το ειδικό αυτό ζήτημα δημόσιας υγείας και τις ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές».
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωση της:
“Με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα και με γνώμονα τη διαφύλαξη της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς, της προστασίας των συμφερόντων του καταναλωτή και την οικονομική ανάπτυξη, θέλοντας να εξασφαλίσει ότι η παρούσα συγκυρία λόγω της ύπαρξης κρουσμάτων του ιού COVID-19 (γνωστός και ως “κοροναϊός”) δεν θα αποτελέσει λόγο στρέβλωσης των συνθηκών του υγιούς ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης των καταναλωτών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει:
Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε Ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη. Επομένως, ενδεχόμενη επιδίωξη αύξησης ή διατήρησης των κερδών των επιχειρήσεων ή μετακύλισης οικονομικών βαρών στον καταναλωτή μέσα από παράνομες συμπράξεις θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και βλάπτει τον καταναλωτή, χωρίς κανένα αντισταθμιστικό όφελος για το κοινωνικό σύνολο.
Τέτοιες απαγορευμένες πρακτικές μπορεί να αφορούν (εντελώς ενδεικτικά):
-τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μέσω σύμπραξης,
-τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης,
-την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
-την εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Επίσης, το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί και σε μονομερείς καταχρηστικές πρακτικές, είτε αυτές αποκλείουν τους ανταγωνιστές σε μία αγορά (ενδεικτικά αναφέρονται η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές ή η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού), είτε αυτές είναι μονομερείς πρακτικές εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού (π.χ. υπερτιμολόγηση προϊόντων ή υπηρεσιών) από εταιρίες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Προ του ενδεχομένου εμφάνισης παρόμοιων στρεβλωτικών φαινομένων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς γνωστοποιεί, ότι στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης (τύπος, διαδίκτυο, δημόσιες ανακοινώσεις κ.λπ.) εκμεταλλευόμενες το ειδικό αυτό ζήτημα δημόσιας υγείας και τις ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές”.