Κατεβάζουν ρολά, σταδιακά, οι τράπεζες στα γκισέ τους για τους πελάτες λιανικής.

Πρόκειται για πολιτική, που έχει ληφθεί σε ανώτερο επίπεδο και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί υιοθέτηση προτροπής της Φρανκφούρτης για στροφή σε πελατολόγιο προστιθέμενης αξίας με παράλληλη στόχευση τη μείωση του λειτουργικού κόστους.

Για το σύνολο των συναλλαγών λιανικής η γραμμή είναι, πως θα πρέπει να γίνονται μέσω των ΑΤΜs, internet και phone banking αφήνοντας το (σχεδόν ) σύνολο των πράξεων για εταιρικούς πελάτες. Σύμφωνα με την Ελληνική Ενωση Τραπεζών, μέχρι το τέλος του 2021 πάνω από το 90% των εσόδων από συναλλαγές (στο ταμείο) θα προέρχεται κατά κύριο λόγο από επιχειρήσεις, επαγγελματίες και πελάτες του investment banking.

Την αρχή έχει κάνει η Eurobank, που θέτει όριο 400 ευρώ, ως το ελάχιστο για συναλλαγές στο ταμείο, η Alpha Bank προωθεί τα Κεντρα Αυτόματων Συναλλαγών (τοποθετημένα μέσα στο κατάστημα) για ππληρωμές που αφορούν στο Δημόσιο και φορείς, οργανισμούς παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα, πάντα με την ΕΕΤ, το 15% των πελατών των τραπεζών αφορά στην λιανική με αυξανόμενο το ποσοστό των εταιρικών. Τάση, που μπορεί να ξεκίνησε αναγκαστικά, με την επιβολή των capital controls, να ισχυροποιήθηκε με την χρήση του “πλαστικού χρήματος” και πλέον να επιβάλλεται έμμεσα με την επιβολή φορολογικών κριτηρίων. Διπλός ο στόχος, αφ΄ ενός ο έλεγχος της κυκλοφορίας χρήματος σε συνδυασμό με τη μεγιστοποίηση της απόδοσης του πελάτη αφ΄ ετέρου ο περιοιρισμός- κατά το δυνατόν- της φοροδιαφυγής.

Διεθνώς το πέρασμα στη “νέα εποχή” του banking έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια (με την λειτουργία του πρώτου ΑΤΜ από την Barclays στο Λονδίνο), για να περάσει μετά από διάφορες φάσεις για να φτάσει στα smartphones, εφαρμογών τεχνολογίας καθώς οι κολοσσοί της Silicon Valley στρέφονται και προς την τραπεζική. Στις ΗΠΑ προωθείται η τακτική των συναλλαγών χωρίς κάρτα, διαδικασία που απαιτεί μόλις 10” έναντι 30” που θέλει με κάρτα.

Αυτά εκτός, ωστόσο και το εγχώριο banking, έστω με μεγάλη καθυστέρηση και με περισσότερα προβλήματα θα ακολουθήσει θέλοντας και μη. Πολλώ δε μάλλον, που με αυτή τη μετάβαση υπολογίζεται οτι τα λειτουργικά έξοδα θα μειωθούν έως και 15% σε ορίζοντα 3ετίας, η δε απόδοση κεφαλαίου (σχεδόν ) θα διπλασιασθεί. “Οι τράπεζες που θα διατηρήσουν την παρουσία τους στο μέλλον είναι αυτές, που θα υιοθετήσουν την σωστή ψηφιακή στρατηγική…” σημείωνε/προειδοποιούσε ο Παύλος Μυλωνάς, διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, παρουσιάζοντας (τον Δεκέμβριο) τα νέα προιόντα και υπηρεσίες του ομίλου. Σε ανάλογη ρότα, λίγο πιο μπροστά-λίγο πιο καθυστερημένα και οι Eurobank, AlphaBank και Πειραιώς.

Για μερίδα τραπεζικών η αλλαγή του τραπεζικού status, η μετάβαση του στην ψηφιακή εποχή περισσότερο θα ωφελήσει το εγχώριο σύστημα παρά θα το επιβαρύνει. Επικαλούνται, πρωτίστως, ζητήματα κόστους, απόδοσης χωρίς όμως να παραγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του καταθετικού/πελατειακού δυναμικού. Ακριβώς σε αυτές αναφέρονται οι επιφυλακτικοί παράγοντες, επικαλούμενοι το μεγάλο μέσο όρο ηλικίας (συνταξιούχοι), την παγιωμένη πρακτική δεκαετιών, την διασπορά της καταθετικής/πελατειακής βάσης. Ωστόσο παραδέχονται, πως η μετάβαση είναι αναπόφευκτη.

Συνέπεια των αλλαγών ο δραστικός περιορισμός του δικτύου καταστημάτων, με ανάλογη μείωση του προσωπικού.

Σύμφωνα με τους τραπεζίτες ένα λογικό μέγεθος για την επικράτεια είναι τα 370 με 400 καταστήματα, με την Eurobank να έχει προχωρήσει στην ευρύτερη μείωση, την Εθνική να κλείνει περί τα 85 (2019), την Πειραιώς να έχει τα περισσότερα (550). Παράλληλα στην 2ετία “έτρεξαν” προγράμματα εθελούσιας εξόδου για σχεδόν 4.500 εργαζόμενους.

Πιο επιθετική πολιτική θεωρείται βέβαιον, πως θα ακολουθηθεί την 3ετία 2020-2021, καθώς τα χαμηλά λειτουργικά έσοδα επιχιρείται να αντισταθμιστούν από την δραστική μείωση λειτουργικού κόστους. Η μείωση ήταν εμφανής το 2019, με την Τράπεζα της Ελλάδος, να καταγράφει θεαματική μείωση του προσωπικού, στο πρώτο εξάμηνο του 2019, παρότι είχε προηγηθεί η αποχώρηση χιλιάδων εργαζομένων. Οι δαπάνες προσωπικού ήταν μειωμένες κατά 161 εκατ. (13,4%) στα 1,039 δισ από 1,200 την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Το γεγονός πως οι συγκεκριμένες δαπάνες υπερκαλύπτουν τα καθαρά έσοδα, δικαιολογεί την σπουδή των τραπεζών να προχωρήσουν σε ακόμη πιο δραστικό περιορισμό τα επόμενα 2-3 χρόνια.

Παράλληλα, τα…αναιμικά κέρδη εξηγούν την νέα τιμολογιακή πολιτική χρεώσεων, που επιχείρησαν να περάσουν οι τράπεζες και λίγο ως πολύ επιβάλουν, σταδιακά, στην αγορά. Αλλωστε ο προυπολογισμός εσόδων αυξημένος κατά 18% (για το 2020 σε σχέση με το 2019) παραπέμπει στην (σχεδόν) βεβαιότητα πως θα πετύχουν να περάσουν τις υψηλότερες χρεώσεις, που κατά κύριο λόγο θα αποφέρουν έσοδα από την διεύρυνση της χρήσης του “πλαστικού χρήματος” (και των συναλλαγών με POS, για επιχειρήσεις, επαγγελματίες) και τις φορολογικές ρυθμίσεις.

Ενέργειες, που φαίνεται να έχουν, αν όχι την φανερή προτροπή της Φρανκφούρτης (και την σιωπηρή ανοχή της κυβέρνησης, για τους δικούς της/κυρίως/φορολογικούς λόγους) την έμμεση συγκατάβαση της. “Το ζητούμενο για την ΕΚΤ είναι η βελτίωση των τραπεζικών ισολογισμών και όχι η άσκηση κοινωνικής πολιτικής…” όταν ζητήσαμε από στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας να σχολιάσει την κατάσταση.

Αλλωστε το εγχώριο banking είναι υπό την αυστηρή εποπτεία Βρυξελλών και Φρανκφούρτης. Απαιτητική η ατζέντα των ξένων, στο πλαίσιο των συναντήσεων, που έχουν αυτά τα 24ωρα με εκπροσώπους των τραπεζών, αρχικά σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων και σε δεύτερο χρόνο σε ανώτερο επίπεδο. Κεντρικό θέμα, βέβαια τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και δη η εφαρμογή του πλαισίου “Ηρακλής”. Θέμα, στο οποίο θα επιμείνουν οι ξένοι είναι οι εγγυήσεις που χορηγεί το Δημόσιο για δάνεια σε ειδικές ομάδες. Εγγυήσεις που, μολονότι τα δάνεια δεν αποπληρώθηκαν, δεν επέστρεψαν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή όπως προβλεπόταν από τις συμβάσεις τραπεζών- Δημοσίου. Επίσης επισήμανση των ξένων για την βραδεία επιστροφή των καταθέσεων στα τραπεζικά ταμεία, ρυθμός που πιθανόν να επιβραδυνθεί φέτος και λόγω της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή, τις υψηλές χρεώσεις κ.λ.π.

………………..

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK,  21/01/2019