Τα αποτελέσματα της έρευνας και της καινοτομίας στην Ελλάδα δεν αντανακλώνται στην ελληνική οικονομία με συνέπεια να μην υφίσταται εμπορική εκμετάλλευση της παραγόμενης γνώσης.
Αυτό τονίζει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων στο εβδομαδιαίο δελτίου του για την οικονομία, το οποίο επαναφέρει στο προσκήνιο την εξειδικευμένη μελέτη που είχε εκπονήσει η BCG και παρουσιάστηκε από τον Σύνδεσμο τον περασμένο Απρίλιο που είχε επισημάνει ότι η αναντιστοιχία των πόρων που διατίθενται και της παραγόμενης γνώσης, με αντίστοιχα αποτελέσματα εμπορικής εκμετάλλευσης συμβαίνει διότι οι αντίστοιχες διασυνδέσεις του κράτους και των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτες.
Οι κοινές ερευνητικές δημοσιεύσεις μεταξύ φορέων του δημοσίου (και πανεπιστημίων) και του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις το 1/4 του μέσου όρου στην ΕΕ-28. Έτσι, η παραγόμενη γνώση παραμένει εσωστρεφής, με την έρευνα να είναι μια σχεδόν βιοποριστική δραστηριότητα, χωρίς να δημιουργούνται δευτερογενείς επωφελείς επιδράσεις στην οικονομία της χώρας. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει μια μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ της υψηλής παραγωγής γνώσης από τους ερευνητές και καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων από τη μια πλευρά, και των λιγοστών αιτήσεων για ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας (μισή πατέντα ανά δισ. ΑΕΠ, έναντι 3,5 πατεντών στην ΕΕ-28, 9 στη Σουηδία και 10 στο Ισραήλ), και για κατοχύρωση εμπορικών σημάτων και εμπορικών σχεδίων προϊόντων (design) σε σχέση με την ΕΕ-28, από την άλλη, αναφέρει το δελτίο του ΣΕΒ.
Προφανώς, το παράδοξο αυτό φαινόμενο σχετίζεται με την έλλειψη ενός βιώσιμου οικοσυστήματος καινοτομίας που να ενθαρρύνει την ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και να αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναφέρει ο ΣΕΒ. “Διαπιστώνουμε επιπλέον μια λιγότερο γνωστή διάσταση του brain drain, καθώς υπάρχουν πολλοί Έλληνες ερευνητές σε εγχώρια πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα που στοχεύουν στην εμπορική εκμετάλλευση της έρευνάς τους, όμως επιλέγουν να αναπτύσσουν εμπορικές ιδέες με χρηματοδότηση και συνεταίρους στο εξωτερικό. Από την άλλη, η όποια καινοτομία αναπτύσσεται εμπορικά από τις ελληνικές επιχειρήσεις, απευθύνεται περισσότερο στην εσωτερική παρά τη διεθνή αγορά, καθώς δεν είναι κατά κανόνα συνδεδεμένες σε διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες αξίας”.
Ο ΣΕΒ κάνει λόγο για “καινοτομία εσωτερικής χρήσεως”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα ελληνικής καινοτομίας, που διαπρέπουν στις διεθνείς αγορές, ωστόσο πρόκειται για τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ο ΣΕΒ τονίζει ότι είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση στην επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων που εμποδίζουν την εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων, και κρατούν το μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης σε χαμηλά επίπεδα. Επειδή η εξωστρέφεια είναι η μητέρα της καινοτομίας, και όχι το ανάποδο, όπως τόσο ανάγλυφα αναδεικνύει η ελληνική περίπτωση, έμφαση πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις με ανταγωνιστικές διεθνώς αποδόσεις. Η προσέλκυση τους στη χώρα οφείλει να είναι το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής κάθε κυβέρνησης, καταλήγει ο ΣΕΒ.