Στις πρώτες θέσεις των χρηματιστηρίων με θετική απόδοση διεθνώς κατατάσσεται το Χρηματιστήριο Αθηνών, με traders και επενδυτές να μετρούν λιγότερα ή περισσότερα κέρδη συγκριτικά με ομολόγους τους σε Φραγκφούρτη, Παρίσι, αλλά και Μαδρίτη, Μιλάνο κ.α.

Από τις 1.480,98 μονάδες για τον Γενικό Δείκτη, στη συνεδρίαση της Πέμπτης 2 Ιανουαρίου, το αποτέλεσμα είναι θετικό, παρά την αυξημένη ρευστότητα/μεταβλητότητα που κυριαρχεί, ως απόρροια της πολιτικής που ακολουθεί η νέα διοίκηση της Ουάσιγκτον. Πορεία ανοδική, σε διάρκεια τετραμήνου, με συχνές ευρείες διορθώσεις και ισχυρές ανοδικές αντιδράσεις.

Σε αυτήν την ταραγμένη περίοδο, στα ελληνικά assets η εισροή κεφαλαίων είναι αξιοσημείωτη και σταθερή, είτε πρόκειται για μετοχές και εταιρικά ομόλογα είτε για κρατικούς τίτλους/χρέος και αμοιβαία κεφάλαια, τάση που αποτυπώνεται εύγλωττα τόσο διαγραμματικά όσο και ταμειακά.

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο και, καταρχάς, από ό,τι αφορά τα «νώτα» της οικονομίας, δηλαδή το κρατικό/δημόσιο χρέος. Στα μέσα Ιανουαρίου, ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Δημοσίου Χρέους προχωρά στην έκδοση (νέου) δεκαετούς ομολόγου, προκειμένου να αντληθούν 2,5-3 δισεκατομμύρια. Η προσφορά ξεπερνά τα 40 δισ., με το κουπόνι να διαμορφώνεται στις 102 μονάδες βάσης, πλέον του mid swap (2,58%), δηλαδή περί το 3,6%, από 107 μονάδες που ήταν αρχικά. Η αναδοχή της έκδοσης είχε ανατεθεί στις Bofa Securities, Deutsche Bank, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Société Générale και Εθνική Τράπεζα.

Δύο μήνες αργότερα, ο ΟΔΔΗΧ ξαναβγαίνει με επανατιμολόγηση σειρών με λήξη το 2038 και το 2054, για δεκαπενταετούς διάρκειας τίτλο, με την προσφορά να πλησιάζει τα 50 δισεκατομμύρια. Ανάδοχοι ήταν οι Barclays, BNP Paribas, Commerzbank, Eurobank, JP Morgan και Τράπεζα Πειραιώς, σταθερά στη λογική τού να μοιράζεται η… «τράπουλα» (αναδοχή) κυκλικά στους primary dealers, τα πανίσχυρα τραπεζικά σπίτια, που, με εκθέσεις/αναλύσεις τους, υπερθεματίζουν για μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο ΧΑ. Ένα rotation επικερδές για το σύνολο των συμμετεχόντων, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό ευρύτερα.

Πράγματι, μέχρι τώρα, όσοι είναι επενδυμένοι από την αρχή του έτους μέχρι τελευταία κάνουν θετικό «ταμείο». Γεγονός που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, καθώς, από εβδομάδα σε εβδομάδα, αυξάνεται η μέση (εβδομαδιαία) αξία συναλλαγών, ισχυρή ένδειξη «καθαρών» εισροών σε τραπεζικά χαρτιά, blue chips και συγκεκριμένα mid caps.
Ποια είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της ελληνικής αγοράς (για τα ξένα funds):

*Πρώτον, είναι μια αρκετά «κλειστή» οικονομία, που επηρεάζεται κυρίως δευτερογενώς.

*Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της είναι «θωρακισμένο» για τα επόμενα χρόνια, οι δε πλεονασματικοί προϋπολογισμοί την κατατάσσουν πολύ υψηλά μεταξύ των χωρών της ΕΕ (στην 4η θέση για το 2024).

*Τρίτον, έχει, σύμφωνα με ξένους οίκους/φορείς, μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης συγκριτικά πάντα με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και παρά τις αρκετές και σημαντικές παθογένειες που τη χαρακτηρίζουν.
*Τέταρτον, είναι στη «ζώνη» οικονομιών χωρών που υπερτερούν έναντι άλλων (αφορά το σύνολο των «Νότιων», από Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία μέχρι Ελλάδα) και, μέχρι τώρα, προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος (σε απόλυτο ποσοστό) κεφαλαίων που αποεπενδύουν από την Wall Street και στρέφονται προς «τρίτες» αγορές.

Επιπλέον συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγοράς: είναι η μόνη από τις Αναδυόμενες/Emerging Markets που «τιμολογείται» σε όρους ευρώ και η μόνη των ΕΜΕΑ που (δυνητικά) έχει προοπτική επανένταξης στην κατηγορία των Αναπτυγμένων/Developed Markets.

Επιπλέον, σε όρους αποτίμησης προς ΑΕΠ, είναι αρκετά χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η εδραία κερδοφορία του 2024 έχει ως αποτέλεσμα τη διανομή σημαντικών κεφαλαίων/ρευστότητας προς τους μετόχους/επενδυτές.

Σύμφωνα με τον Μάνο Χατζηδάκη (ΒΕΤΑ Χρηματιστηριακή), για τη χρήση του 2024 η προβολή των μερισμάτων αναμένεται να προσεγγίσει τα 4,7 δισ. ευρώ, έναντι 4,2 δισ. ευρώ πέρσι, με 90 περίπου εταιρείες του ΧΑ να επιβραβεύουν τους μετόχους τους.

Μπορεί η αγορά να απέχει ακόμη από το ρεκόρ των μερισμάτων του 2007, με τα 5,36 δισ. ευρώ, ωστόσο οι εισηγμένες ήταν υπερδιπλάσιες (295) από όσες είναι τώρα. Και αυτό δείχνει και τη μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεστεί στην κερδοφορία των εισηγμένων.

Για τον τραπεζικό κλάδο –οδηγό του ΧΑ– η απεικόνιση της δυνητικής διανομής μερίσματος στους δείκτες φερεγγυότητας για τη χρήση του 2025, πλέον, αναμένεται να αυξηθεί όσον αφορά τις διανομές όχι λιγότερο από 50% επί των καθαρών τους κερδών. Για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες η συνολική κερδοφορία αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,02 δισ. ευρώ, έναντι 1,09 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο περσινό πρώτο τρίμηνο. Συνεκτιμώντας πως, για τον κλάδο, το Q1 είναι παραδοσιακά το πιο αδύναμο της χρήσης και θα περιλαμβάνει τις προσαρμογές για τη μείωση των προμηθειών σε συγκεκριμένη κατηγορία πληρωμών (δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κ.λπ.), καθώς και για τη μείωση των εσόδων από χρηματιστηριακές προμήθειες, το μικρότερο spread δανείων/καταθέσεων, την πρακτικά στάσιμη παραγωγή νέων χορηγήσεων και την ημερολογιακή διαφορά –το Q1/2025 είχε δύο εργάσιμες λιγότερες από το Q4/2024 και μία από το περσινό Q1/2024 (δίσεκτο).

Όσον αφορά εταιρείες άλλων κλάδων, από τη βιομηχανία η Metlen παρουσίασε ισχυρό ρυθμό αύξησης δραστηριότητας (31%) στο Q1/2025 ενώ για τη ΔΕΗ η μέση τιμή της MW στη χονδρική στην Ελλάδα ήταν αυξημένη κατά 53,6% στο πρώτο τρίμηνο. Η δε παραγωγή των θερμικών εργοστασίων (Metlen, ΜΟΗ/ΓΕΚ, ΔΕΗ) ήταν αυξημένη κατά 25%.
Ενισχυμένα είναι τα περιθώρια διύλισης στο πρώτο τρίμηνο σε σχέση με το 2024. Η δε κατανάλωση καυσίμων κίνησης στην εγχώρια αγορά κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου παρουσιάζει αύξηση 2%. Καλύτερο πρώτο τρίμηνο 2025 σε σύγκριση με το 2024 είχαν οι Jumbo, ΟΠΑΠ, ΔΑΑ, ΟΛΠ, AEGEAN ενώ μέσα στον Μάιο θα ανακοινώσουν αρκετές εισηγμένες.

Μέχρι τώρα, η μεν μέση μερισματική απόδοση (κερδών 2024) διαμορφώνεται στο 4,6%-4,7%. Τι σημαίνει αυτό, πρακτικά; Ότι η απόδοση είναι μεγαλύτερη του δεκαετούς ομολόγου, μακράν μεγαλύτερη μιας προθεσμιακής τραπεζικής –το πολύ 1% για λογαριασμό “at least” 100.000 ευρώ.

Ωστόσο, όπως έχει δείξει η μέχρι στιγμής πορεία των αγορών, επί Τραμπ, η ρευστότητα και οι ακραίες διακυμάνσεις αναμένεται να συνεχιστούν ακόμη για αρκετό διάστημα. Έχοντας πάντα ως γνώμονα ότι το σχέδιο της αμερικανικής διοίκησης είναι να αλλάξει τις ισορροπίες στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το παγκόσμιο οικονομικό και νομισματικό σύστημα, με γεωπολιτικές προεκτάσεις. Και ότι οι δασμοί, συν τοις άλλοις, είναι εργαλείο (διαπραγμάτευσης) και προς αυτήν την κατεύθυνση.

Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, η συνέχεια απαιτεί αυξημένη προσοχή, τουλάχιστον μέχρις ότου αρχίσει να διαφαίνεται ότι η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο φτάνουν στο σημείο να «καθίσουν στο τραπέζι».

Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ