Έγινε αυτό που πριν από δέκα χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητο. Η Ελλάδα από προχθές δανείζεται (οριακά) χαμηλότερα από τη Γαλλία όχι μόνο στην πενταετία (αυτή είναι μια κατάκτηση εβδομάδων), αλλά και στη δεκαετία.
Μιλάμε για τη Γαλλία, η οποία, μετά τη Γερμανία, είναι ο δεύτερος σε μέγεθος «διασώστης» της ελληνικής οικονομίας με τα δάνεια των τριών μνημονίων. Έτσι, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ βρίσκεται σε ελαφρώς χειρότερη θέση, όσον αφορά το κόστος δανεισμού, από μια χώρα που κάποτε βρισκόταν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους, σχολιάζει το Bloomberg.
Το ελληνικό δεκαετές ήταν στο 2,99%, στα ίδια επίπεδα με το αντίστοιχο γαλλικό. Να σημειωθεί ότι η Γαλλία έχει χαμηλότερο χρέος από την Ελλάδα αναλογικά με το ΑΕΠ της, αλλά και πολύ υψηλότερη βαθμολογία από τους οίκους αξιολόγησης. Όμως, αυτό που βλέπουν και αξιολογούν οι αγορές δεν είναι η εικόνα της στιγμής αλλά η προοπτική: η Γαλλία υποχρεώθηκε από το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας να εμφανίσει έναν πολύ σφικτό προϋπολογισμό, ο οποίος προβλέπει μηδενική αύξηση των καθαρών δαπανών (αυτό, πρακτικά, ισοδυναμεί με μέτρα λιτότητας) και μόνο χάρη σε αυτό εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τι σημαίνουν τα ανωτέρω; Διπλό όφελος τόσο σε κρατικό/δημόσιο όσο σε ιδιωτικό επίπεδο. Καταρχάς, όσον αφορά στον ΟΔΔΗΧ: για το 2025, το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών ανέρχεται λίγο πάνω από τα 7 δισ. ευρώ. Συγκριτικό πλεονέκτημα που επιτρέπει στην Αθήνα να προχωρήσει σε ακόμη μία πρόωρη αποπληρωμή διακρατικών υποχρεώσεων (Greek Facility Loans).
Παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα στις διοικήσεις, κυρίως, των συστημικών τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια (μέσω Tiers, seniors κ.λπ.), ενισχύοντας την «τελική γραμμή» του ισολογισμού τους. Εάν αυτό συνοδευτεί από αύξηση της πιστωτικής επέκτασης –με διεύρυνση του πλαισίου χρηματοδότησης και πέραν των μεγάλων και ισχυρών–, τότε το όφελος αρχίζει να περνά και σε μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Σημαντικό ζητούμενο, ενθαρρυντικό εάν και εφόσον επιτευχθεί.
Επίσης, για μια μεγάλη υγιή επιχείρηση το κόστος δανεισμού είναι (συνολικά) στο 5% έως 8% (ανάλογα σειρά προϋποθέσεων, εγγυοδοσίας κ.λπ.), που λ.χ. στην περίπτωση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας μπορεί να επιδοτηθεί (έως 3%/300 μονάδες βάσης) για τα πρώτα 2 χρόνια κ.ο.κ. Προσώρας, οι συστημικές τράπεζες χορηγούν το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων/επιδοτήσεων/γραμμών σε επιχειρήσεις «ικανού μεγέθους», με rating που τις διασφαλίζει ως προς την εγγύηση (κάλυψης του κεφαλαίου). Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία Οκτωβρίου, φαίνεται πως η «βεντάλια» επέκτασης έχει αρχίσει να συμπεριλαμβάνει και υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, projects που έχουν πόρους από το RRF. Δεν είναι αρκετό, όμως πρόκειται για πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της (υπό) στήριξης μεγαλύτερου μέρους της εγχώριας επιχειρηματικότητας.
Με την προσδοκία πως το θυμόσοφο «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν ενθαρρυντικό εάν η συνέχεια ήταν ανάλογη. Και προς τούτο (υπό) βοηθά το γεγονός της εμφανούς βελτίωσης των όρων/κόστους «τιμολόγησης» του ελληνικού χρέους.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑ WEEK