To βιβλίο του του Τάκη Παππά, «Παράδοξη Χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;» από τις Εκδόσεις Πατάκη, προλόγισε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας.

τα σημεία:

Κυρίες και κύριοι,

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τoν συγγραφέα Τάκη Παππά και τις Εκδόσεις Πατάκη για την τιμή να προλογίσω αυτό το πολύ επίκαιρο βιβλίο. Πρόκειται για μια μελέτη συγκριτικής πολιτικής που εστιάζει στη χαμηλότερη, μακροχρόνια, οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, και διερευνά τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό. Ένα βιβλίο-παρακαταθήκη, με πολύ χρήσιμα συμπεράσματα από το παρελθόν και διδάγματα για το μέλλον, που αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά!

Οι τρεις αυτές χώρες είχαν ένα κοινό σημείο αφετηρίας το 1974 και αντιμετώπισαν μεγάλες κρίσεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Το βιβλίο χαρτογραφεί με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα την εξέλιξη του κοινοβουλευτισμού και το μετασχηματισμό των κομμάτων στις τρεις αυτές ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα κατά τα τελευταία 50 χρόνια, αναδεικνύοντας παράλληλα τις θεμελιώδεις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετούς ελληνικής κρίσης. Εντοπίζει το σχετικό πρόβλημα της Ελλάδας στην έλλειψη βασικών συναινέσεων στα μεγάλα θέματα, στον λαϊκισμό, την πόλωση, την εχθροπάθεια και την δημαγωγία που επικράτησαν σε μεγάλες, και κρίσιμες, χρονικές περιόδους. Καταλήγει όμως με μια αισιόδοξη νότα για τα πολιτικά τεκταινόμενα τα τελευταία χρόνια. Και αυτό είναι το σημαντικό!

Ομοιότητες και διαφορές της Ελληνικής με την Ιρλανδική και Πορτογαλική οικονομία

Η συγκριτική αξιολόγηση της Ελλάδας με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία παρέχει ένα ρεαλιστικό μέτρο για τις ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις που θα μπορούσαν να επιτευχθούν στη χώρα μας. Με τις αρχές της οικονομικής επιστήμης κατά νου, διαφορές στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ χωρών αποδίδονται συχνά στην λειτουργία των οικονομικών και πολιτικών θεσμών (Acemoglou και Robinson) και κατ’ επέκταση στην πολιτική κουλτούρα και συνεργασία. Συνολικά, οι θεσμοί βελτιώνουν την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής. Παράλληλα, μέσα από τα παραδείγματα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, είναι γνωστό ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί δεν λειτουργούν ικανοποιητικά σε ένα περιβάλλον πολιτικών συγκρούσεων και έλλειψης συναίνεσης, στο οποίο κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις, ο λαϊκισμός και η δημαγωγία. 

Πρόσθετοι παράγοντες που εξηγούν διαφορές στην ανάπτυξη και ευημερία χωρών, είναι αποκλίσεις σε ότι αφορά τη συσσώρευση φυσικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση των τριών οικονομιών που εξετάζει το βιβλίο, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου – δηλαδή, οι επενδύσεις – αυξάνονταν σε πραγματικούς όρους με μέσο ρυθμό 6,3% στην περίπτωση της Ιρλανδίας την περίοδο που εξετάζει ο συγγραφέας (από 1973 και μετά) και με μέσο ρυθμό 2,2% στην περίπτωση της Πορτογαλίας. Αντίθετα, στη χώρα μας ο μέσος ρυθμός ανόδου των επενδύσεων ήταν μόλις 0,3%. Ένα χαμηλό επίπεδο επενδύσεων συνεπάγεται λιγότερο κεφάλαιο και περιορισμένες μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες και, κατά συνέπεια, χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο.

Αυτό που έχει εξίσου σημασία για τις παρατηρούμενες οικονομικές αποκλίσεις των τριών οικονομιών είναι το πως χρηματοδοτείται η ανάπτυξη αμέσως μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Ειδικότερα κατά την περίοδο 1996-2007, οι μακροοικονομικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, με υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ, με σταδιακά αποκλιμακούμενο πληθωρισμό και ποσοστό ανεργίας. Η οικονομική μεγέθυνση στην Ελλάδα στηρίχθηκε στην ταχεία πιστωτική επέκταση (εξαιτίας του χαμηλού κόστους δανεισμού μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001) η οποία κατευθύνθηκε κατά κύριο λόγο σε μη παραγωγικές επενδύσεις (κυριότερα κατασκευές). Αυτό βέβαια συνέβη και στις δυο άλλες υπό εξέταση χώρες. Στην Ελλάδα, όμως, είχαμε και υπερβολική, πρωτοφανή διόγκωση των «δίδυμων» ελλειμμάτων (δημοσιονομικού και ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών), μετά το 2007. Αυτό έκανε τη διαφορά. Στην Ελλάδα είχαμε μια καθαρή κρίση χρέους, η οποία επηρέασε αρνητικά και τις τράπεζες. Στην Ιρλανδία έγινε ακριβώς το αντίθετο, με την Πορτογαλία να είναι περίπου στη μέση. Επιπλέον, το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον αυτής της περιόδου στην Ελλάδα δεν αξιοποιήθηκε όπως θα έπρεπε προκειμένου να εκσυγχρονιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες, να βελτιωθεί η φορολογική διοίκηση, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και, κυρίως, να μειωθεί δραστικά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως γίνεται σήμερα. 

Οι ανωτέρω θεμελιώδεις διαφορές στον τρόπο μεγέθυνσης της Ελλάδας με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αν και δυσδιάκριτες κατά τις αρχές της κρίσης του 2010, οπότε και οι τρείς οικονομίες αντιμετωπίζονταν ενιαία από τις αγορές (γεγονός που καταδεικνύεται από την περίπου παράλληλη κίνηση των spreads σε περιόδους αβεβαιότητας), είχαν σημαντική επίδραση και στο βάθος και την διάρκεια της κρίσης. Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Πορτογαλία ολοκλήρωσαν τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής τους πολύ πιο γρήγορα, ενώ οι απώλειες εθνικού προϊόντος ήταν πολύ μικρότερες συγκριτικά με εκείνες της Ελλάδας. 

Πολιτική κουλτούρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής κρίσης 

Ξεκινώντας από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, κατά τον συγγραφέα, προσέφερε μεν την αναγκαία σταθερότητα, αλλά ταυτόχρονα καλλιέργησε ένα κλίμα πόλωσης το οποίο επηρέασε την πολιτική ζωή του τόπου επί μακρόν. Ανεξαρτήτως των διαφορών στις οικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν τις τρεις χώρες στην κρίση και, τελικά, στην ένταξή τους στα προγράμματα στήριξης, ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα αφήνει πολύτιμα διδάγματα και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την υστέρηση της χώρας μας σε βασικούς οικονομικούς δείκτες. 

Το βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που διαφοροποίησε την Ελλάδα από τις άλλες δύο χώρες ήταν η έλλειψη μιας κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης και ευρείας στήριξης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, που κρίθηκαν αναγκαίες για την αποκατάσταση της μακροοικονομικής σταθερότητας και δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Παρόλο που και στις τρεις χώρες προέκυψαν κυβερνήσεις συνεργασίας, στην Ελλάδα, η απουσία συναινέσεων, η βαθιά πόλωση και οι διαχωριστικές γραμμές που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση, εμπόδισαν την ενίσχυση της “ιδιοκτησίας” των μεταρρυθμίσεων. Η πόλωση που επικράτησε καλλιέργησε έναν “αρνητικό κομματισμό”, υπονομεύοντας κάθε δυνατότητα συνεργασίας ή συνεννόησης σε κρίσιμα ζητήματα και τροφοδότησε το λαϊκισμό. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας: «…. από το ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης, η πόλωση αποτέλεσε το κατεξοχήν γενετικό υλικό μέσα από το οποίο μορφοποιήθηκε η πολιτική ζωή της χώρας και ο χαρακτήρας της δημοκρατίας της». 

Κατά τον συγγραφέα, η συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για την υστέρηση της Ελλάδας σε κρίσιμους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες ευημερίας. Το μεγάλο μάθημα είναι ότι η πολιτική πόλωση και η οικονομική ανάπτυξη είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. 

Η εγχώρια πολιτική σκηνή χαρακτηρίστηκε από πόλωση, λαϊκισμό και ακατάσχετη πλειοδοσία τόσο στην οικονομία όσο και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ως κύριο μέσο αναρρίχησης στην εξουσία. Κατά την ελληνική κρίση, η ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων ως προς τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις απουσίαζε στο δημόσιο διάλογο μεταξύ των κομμάτων, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας «εκείνο που έλειπε ήταν η αίσθηση της πραγματικότητας». Ως εκ τούτου, οι διαθέσιμες οικονομικές επιλογές της χώρας προς αποφυγή της χρεοκοπίας έμενε να αποκρυσταλλωθούν γύρω από τον (δήθεν) χαρισματικό ηγέτη ο οποίος μπορεί να υποσχεθεί και να καταφέρει τα πάντα. 

Θέλω να επισημάνω ότι η στροφή προς (δήθεν) χαρισματικές ηγεσίες κατά την περίοδο της κρίσης δεν θα πρέπει να μας φαίνεται σήμερα παράξενη καθώς η διεθνής βιβλιογραφία επιβεβαιώνει τη διασύνδεση ακραίων και αντιδημοκρατικών πολιτικών κομμάτων (από όλο το πολιτικό φάσμα) σε συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας αλλά και εργασιακής ανασφάλειας με (δήθεν) χαρισματικούς ηγέτες, στην πραγματικότητα όμως απλώς δημαγωγούς, οι οποίοι τελικά επιφέρουν μεγάλη ζημιά. Η επιστροφή στην κανονικότητα αντίστοιχα τείνει να αποδυναμώνει τα άκρα επαναφέροντας στο προσκήνιο κόμματα που υπηρετούν την φιλοευρωπαϊκή δημοκρατική κατεύθυνση. 

Κοινωνικό & Πολιτειακό Κεφάλαιο

Ο συγγραφέας μας καλεί να αναλογιστούμε βαθύτερα την έννοια της ταυτότητας – εθνική, πολιτιστική, αλλά και προσωπική. Εξετάζει πώς οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνουν τη σύγχρονη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μέλη μιας κοινότητας. 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω ειδική αναφορά στη συμβολή του λεγόμενου κοινωνικού κεφαλαίου (ή πολιτειακού κεφαλαίο) (Civic Capital) στη διαμόρφωση της πολιτικής κουλτούρας, που αφορά συνολικά την κοινωνία μας και καθένα από εμάς ξεχωριστά. Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται στις σχέσεις εμπιστοσύνης, συνεργασίας και δικτύωσης που υπάρχουν μεταξύ των ατόμων και των κοινοτήτων σε μια κοινωνία. Αυτές οι σχέσεις βοηθούν στη δημιουργία αλληλεγγύης, συνεργασίας και αμοιβαίας υποστήριξης, διευκολύνοντας την επίλυση προβλημάτων και την επίτευξη κοινών στόχων. Η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου επικεντρώνεται στη σημασία της κοινωνικής συνοχής, της εμπιστοσύνης και της δικτύωσης, που μπορούν να έχουν θετική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη, τη δημοκρατία και την κοινωνική ευημερία. Το πολιτειακό κεφάλαιο, από την άλλη, σχετίζεται περισσότερο με τους θεσμούς και τη λειτουργία του κράτους. Αναφέρεται στις δομές και διαδικασίες διακυβέρνησης που υποστηρίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και την κοινωνική οργάνωση. Αποτελείται από την ποιότητα των θεσμών, τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα. Και οι δύο έννοιες είναι κρίσιμες για τη συνοχή και τη σταθερότητα μιας κοινωνίας, καθώς υποστηρίζουν την κοινωνική και πολιτική συνεργασία.

Σε όλους τους δείκτες που χρησιμοποιούμε για να μετρήσουμε το κοινωνικό ή πολιτειακό κεφάλαιο, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά έναντι της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Οι δείκτες αυτοί μετρούν την κοινωνική εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη προς την εκάστοτε Κυβέρνηση, τη συμμετοχή των πολιτών σε εθελοντικές οργανώσεις (συμπεριλαμβανομένων των δεικτών εθελοντών αιμοδοτών ή δωρητών οργάνων), καθώς και την ποιότητα των θεσμών. Η υστέρηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ιστορικούς παράγοντες καθώς και στη διαμόρφωση περιφερειακών ανισοτήτων και στη διάχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα δε θα πρέπει να ξεχνάμε τα βαθιά σημάδια που έχει αφήσει στην ελληνική κοινωνία ο εμφύλιος πόλεμος και η δικτατορία.   

Οι οικονομικές προκλήσεις και η ανάγκη πολιτικών συναινέσεων

Σήμερα, η ανάγκη πολιτικών συναινέσεων είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, δεδομένων των οικονομικών προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας. Όπως έχω επισημάνει σε σειρά τοποθετήσεων μου αλλά και μέσα από τις Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πρόοδος σε δημοσιονομικούς όρους είναι αναμφίβολη πλέον για την Ελλάδα. Η δημιουργία της λεγόμενης «δημοσιονομικής επίγνωσης» τόσο στην κοινή γνώμη, όσο κυρίως στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς όλα πλέον τα μέτρα πολιτικής ζυγίζονται ως προς τις δημοσιονομικές τους επιπτώσεις. 

Παρά όμως τις αδιαμφισβήτητες θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, δεν πρέπει να αγνοούμε και τις οικονομικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Η σημαντικότερη εξ αυτών, είναι το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) που καταγράφει σήμερα η χώρα (6,3% του ΑΕΠ το 2023), γεγονός που από μόνο του εγείρει ουσιαστικά θέματα ανταγωνιστικότητας. Η χώρα μας υπολείπεται σε όρους ανταγωνιστικότητας και διακυβέρνησης έναντι των άλλων δυο χωρών, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει τις διαφορετικές αναπτυξιακές επιδόσεις τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του IMD για το 2024 η Ιρλανδία βρίσκεται στην 4η θέση, η Πορτογαλία στην 36η και η Ελλάδα στην 47η. 

Συνεπώς, παρά την πρόοδο των τελευταίων χρόνων, η χώρα μας έχει απόσταση να διανύσει για να φτάσει την ανταγωνιστικότητα της Ιρλανδίας. Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία κατασκευάζει έξι δείκτες συνολικής διακυβέρνησης για περισσότερες από 200 χώρες για την περίοδο 1996–2022. Η Ελλάδα υπολείπεται έναντι της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας για όλο το διάστημα και σε κάθε επιμέρους δείκτη.

Η διαρκής υστέρηση που εμφανίζει η χώρα μας σε όλους τους ανωτέρω δείκτες μεταφράζεται σε χαμηλότερη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και, σε συνδυασμό με το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, αναπόφευκτα οδηγεί σε χαμηλότερη παραγωγικότητα και βιοτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα.

Ταυτόχρονα πέρα από τις ανωτέρω αδυναμίες, οι πρόσθετες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι λίγες. Μεταξύ άλλων, σχετίζονται με την ανάγκη χρηματοδότησης της πράσινης μετάβασης, ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων, υποστήριξης της Παιδείας και της Υγείας, την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών όπως της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινή εργασία κλπ. H διαρθρωτική φύση των προβλημάτων εγείρει θέμα προώθησης και εμβάθυνσης μιας σειράς μεταρρυθμίσεων. 

Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, η ουσιαστική και αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων περνά μέσα από την δημιουργία ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων. Παρά την σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, το θέμα της προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ταμπού από τις πολιτικές δυνάμεις. Η ευρύτερη πολιτική συναίνεση μπορεί να ενισχύσει τη λογοδοσία αλλά και την ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων και να προσφέρει μακροχρόνιες λύσεις, κάτι που έλειψε κατά την περίοδο της κρίσης. 

Μια στρατηγική τεχνοκρατικής προσέγγισης στην πολιτική διακυβέρνηση, που να βασίζεται σε μετρήσιμα αποτελέσματα, συστηματική αξιολόγηση και συγκριτική ανάλυση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην αναζήτηση πραγματικών συναινέσεων στο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί βασικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων σε μια σειρά από κρίσιμα πεδία πολιτικής. Η κυριαρχία ιδεοληπτικών προσεγγίσεων θέτει προσκόμματα στην προσέγγιση δοκιμασμένων λύσεων σε τομείς όπως η φοροδιαφυγή, η αντιμετώπιση της ανομίας και ατιμωρησίας,  η απόκλιση από τα εκπαιδευτικά δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Μόνο μια επιστημονικά τεκμηριωμένη πολιτική μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις και να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας.

Αναφορικά με τα δημόσια οικονομικά, που θα πρέπει να είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητά μας, και λόγω βεβαρημένης προϊστορίας, αν και είμαστε στα πρώτα στάδια εφαρμογής του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), διαισθανόμαστε όλοι το περιοριστικό πλαίσιο που εισάγεται τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, το οποίο ωστόσο είναι χαλαρότερο σε σχέση με τους παλαιούς δημοσιονομικούς κανόνες. Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο προβλέπει σημαντικούς περιορισμούς στον ρυθμό αύξησης των δημόσιων δαπανών, ενώ οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται στην πλευρά των εσόδων θα κατευθύνεται στη μείωση του δημόσιου χρέους. Οι νέες αυτές συνθήκες ανοίγουν ένα νέο πεδίο γύρω από το οποίο είναι αναγκαίο να αναζητηθούν πολιτικές προσεγγίσεις και συνθέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων με στόχο την συναίνεση σχετικά με την προτεραιοποίηση δημόσιων δαπανών και επενδύσεων, την βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση) και την δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.

Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ πιο αναλυτικά στο δυσανάλογα μεγάλο βάρος των αμυντικών δαπανών που φέρει ο Έλληνας φορολογούμενος σε σχέση με τους φορολογούμενους όλων των άλλων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ, που σχετίζεται με την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και, κυρίως, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το  βάρος αυτών των δαπανών που αφορά κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό, επιβαρύνει οικονομικά μόνο τους Έλληνες φορολογούμενους. Αυτό που απουσιάζει σήμερα είναι μια συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας στον τομέα της άμυνας (κάτι τέτοιο άλλωστε επισημαίνεται και στην Έκθεση Ντράγκι) προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη όταν επενδύουμε στην άμυνα και να ελαχιστοποιήσουμε τα δυσανάλογα κόστη που συνεπάγονται οι αμυντικοί εξοπλισμοί (μέσα από αμυντικές συμπαραγωγές κ.λπ.). Ταυτοχρόνως πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης σε ότι έχει να κάνει με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, την σταθερότητα και την ασφάλειά της. 

Είναι πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ξεκίνησε το 2023 έχει ήδη αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ότι αφορά τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τον περιορισμό στις μεταναστευτικές ροές και την οικονομική συνεργασία. Πάνω απ’ όλα όμως έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας στους πολίτες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ενόσω πριν από δυο χρόνια τα ελληνοτουρκικά αποτέλεσαν, μαζί με την ακρίβεια, την μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι πολίτες ενδιαφέρονται χωρίς να ανησυχούν. Αυτό έχει μια πολύ σημαντική αντανακλαστική ωφέλεια για την σταθερότητα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Και, κατά την άποψή μου, θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει συμφωνία για την διευθέτηση της μείζονος διαφοράς μας με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, γεγονός που αναμφίβολα θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μακρά και βιώσιμη ειρήνη, για ευημερία στην περιοχή και ειδικά στη χώρα μας.

Όσον αφορά τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» Ελλάδας-Τουρκίας, από τις αρχές του 2021, και στο πλαίσιο επανεκκίνησης της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των δυο χωρών, μετά από μια τριετία εντάσεων στις διμερείς σχέσεις, διαμορφώθηκε ένα νέο επίπεδο διμερούς διαλόγου, με αιχμή του δόρατος μια σειρά θεματικών οικονομικού, κυρίως, ενδιαφέροντος, υπό την ονομασία «Θετική Ατζέντα».

Οι συνομιλίες αυτές συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση του αμοιβαίου οικονομικού οφέλους αλλά και στην εξομάλυνση του κλίματος των σχέσεων με την Τουρκία, καθώς συνίστανται στην από κοινού διερεύνηση τρόπων σύσφιγξης της συνεργασίας σε παραγωγικούς και επιστημονικούς τομείς.

Μεταξύ των θεμάτων του διαλόγου της θετικής ατζέντας, οι οποίες συναποτελούν ένα πλέγμα κοινού σχεδίου δράσης, περιλαμβάνονται το Εμπόριο και οι Επενδύσεις, οι Υποδομές και οι Μεταφορές (αερομεταφορές, οδικές/σιδηροδρομικές/ακτοπλοϊκές), οι Τηλεπικοινωνίες και η Τεχνολογία, η Ενέργεια με έμφαση στα δίκτυα ΑΠΕ, ο Τουρισμός, η Ναυτιλία, η Εκπαίδευση και η Επαγγελματική Κατάρτιση, η Κοινωνική Ασφάλιση, ο Αθλητισμός, η Οικογένεια και η Νεολαία, το Περιβάλλον και η Διασυνδεσιμότητα.

Επίλογος

Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, χαρακτηριζόμενη από συχνές κρίσεις, πολυδιάστατα προβλήματα, έντονες αβεβαιότητες, παγκοσμιοποίηση και την άνοδο των κοινωνικών δικτύων, έχει καταστήσει τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες, όπως η αριστερά και η δεξιά, ανεπαρκείς για να περιγράψουν τις σύγχρονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Επομένως, η διάκριση αριστερά-δεξιά φαντάζει πλέον αναχρονιστική. Αντιθέτως, στις σύγχρονες δημοκρατίες, η κρίσιμη διαφορά βρίσκεται μεταξύ φιλελεύθερων και λαϊκίστικων πολιτικών, όπως αποτυπώθηκε στην Ελλάδα με την κατάρρευση του δικομματικού συστήματος και την άνοδο νέων πολιτικών σχηματισμών το 2012.

Σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ο ρόλος των κομμάτων θα πρέπει να εστιάζει, κατά τον συγγραφέα, στην «πολιτική και προγραμματική σύγκλιση και συλλογικότητα αλλά και στην ηθική αυτογνωσία». Οι ίδιοι οι πολίτες, από την πλευρά τους, οφείλουν να απαιτούν από τα παραδοσιακά, αλλά και τα νέα κόμματα, έναν ελάχιστο βαθμό ανταλλαγής απόψεων KAI συγκλίσεων. Ακόμα και εάν αυτό απαιτεί θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως τροποποιήσεις του Συντάγματος, αυτές οι αλλαγές θα πρέπει να δρομολογηθούν τα επόμενα χρόνια. 

Όσο ευρύτερες οι πολιτικές θεματικές επί των οποίων τα κόμματα καταφέρνουν να συμφωνήσουν, τόσο βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ευημερίας. Άλλωστε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, τον οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει ως απαραίτητο πεδίο πολιτικής συναίνεσης, περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό και τη σύγκλιση απόψεων ως προς την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εθνικές οικονομικές πολιτικές στο πλαίσιο της ΟΝΕ. 

Δυστυχώς όμως σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά την παράδοση πολιτικών συναινέσεων και συνεργασιών, παρατηρείται άνοδος του αντισυστημικού λαϊκισμού, με την εμπιστοσύνη των πολιτών στις ικανότητες των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να υποχωρεί. Θα ήθελα να τονίσω ότι μια τέτοια πολιτική μεταστροφή προς ένα διχασμένο και κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα θα είχε καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. 

Κλείνοντας, συμφωνώ απολύτως με την άποψη του συγγραφέα ότι η ανάγκη συναίνεσης στις αρχές του κοινοβουλευτισμού, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού ευρωπαϊσμού είναι αδιαπραγμάτευτη για την Ελλάδα. Τα κόμματα του λαϊκισμού στη χώρα μας αμφισβητούσαν παραδοσιακά τουλάχιστον ένα από αυτά τα τρία στοιχεία. Ωστόσο, με την επώδυνη εμπειρία του 2015 και τη σταδιακή φθορά των λαϊκίστικων δυνάμεων, πλέον όλα τα «συστημικά» ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν αυτούς τους τρεις πυλώνες ως αυτονόητους. Αυτό το πρωτόγνωρο γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας. Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Θα προσέθετα όμως, ότι η πολιτική συναίνεση πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, την δέσμευση δημοσιονομικής ευθύνης, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών, κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Δεύτερον, την δέσμευση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή την διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων. Τρίτον, την δέσμευση της οικονομικής σύγκλισης μέσα από το «κλείσιμο» του επενδυτικού κενού και της προώθησης των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και της αναβάθμισης των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής ατζέντας στη θεματολογία της.