Ούτε ένας επενδυτής δεν πιστεύει στην προοπτική εξυγίανσης και επαναλειτουργίας της ΛΑΡΚΟ. Την απόσυρση ενδιαφέροντος της κοινοπραξίας των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AD Holdings, ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
- Κηρύχθηκε άγονη η διαγωνιστική διαδικασία για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων και των μεταλλευτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου και της μεταλλουργίας της ΛΑΡΚΟ.
Ακόμη κι αν υπάρξουν νέοι διαγωνισμοί -όπως άφησε να εννοηθεί στην ανακοίνωσή του το ΥΠΕΘΟ- αυτοί θα διεξαχθούν με ακόμη χειρότερους όρους για την προσέλκυση επενδυτών.
Το κυβερνητικό σχέδιο για εκκαθάριση εν λειτουργία της επιχείρησης που είχε επεξεργαστεί εδώ και 4 χρόνια το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών απέτυχε αφού έσπασε όλα τα ρεκόρ των καθυστερήσεων.
Η αποχώρηση του τελευταίου υποψηφίου επενδυτή της κοινοπραξίας ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AD Holdings οφείλεται στις δυσμενείς μεταβολές που μεσολάβησαν στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας, των μετάλλων και ιδίως των προϊόντων νικελίου, καθώς και οι αλλεπάλληλες και συνεχιζόμενες εμπλοκές στη δικαιοσύνη (σ.σ κατά της κοινοπραξίας έχει στραφεί με εκκρεμή προσφυγή της στο ΣτΕ η Ιρλανδική CMI)».
- Η ΛΑΡΚΟ συνεχίζει να αποτελεί μια ανοικτή πληγή για το ελληνικό δημόσιο, η οποία υπολογίζεται ότι κόστισε περισσότερο από 500.000.000 €, αφήνοντας χρέη σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και πιστωτές που μόνο στην ΔΕΗ ξεπερνούσαν τα 350 εκ. ευρώ ενώ σε βάρος της υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων ύψους 135 εκ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία 4,5 χρόνια που κηρύχθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης χρειάστηκαν πάνω από 100 εκ.€ για να πληρωθούν κυρίως οι αμοιβές των εργαζομένων αφού η βιομηχανία έχει πάψει από καιρό να λειτουργεί.
Στην χθεσινή του ανακοίνωση, το υπουργείο αναφέρει ότι στόχος είναι σε συνεργασία με το ΤΑΙΠΕΔ, να επανεξεταστεί η δομή του διαγωνισμού με σκοπό την διενέργεια μιας νέας διαδικασίας. Επιλογή όμως που τίθεται εν αμφιβόλω για πολλούς λόγους.
Σήμερα, η αύξηση της παραγωγής νικελίου στην Ινδονησία θέτει σε αμφισβήτηση τις φιλοδοξίες της Δύσης για διαφοροποίηση των κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού μετάλλων, ειδικά εκείνων που θεωρούνται πολύτιμα σε βιομηχανικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ηλεκτροκίνηση.