του Κ.Μ. Γελαντάλι

Μπορεί να άργησε –πήρε πάνω από δύο χρόνια–, μπορεί να πέρασε από διαδοχικούς κύκλους εργώδους προσπάθειας, με δύο, με τρεις και πλέον ενδιαφερομένους, αλλά το mega-deal έκλεισε. “Deal done” για ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-Masdar, για την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, με την Πέμπτη 20 Ιουνίου να είναι η μεγάλη ημέρα/δικαίωση για τον Γιώργο Περιστέρη και το team του, που έφεραν εις πέρας αυτήν τη συμφωνία, που, σε όρους enterprise value, τιμολογήθηκε στα 3,2 δισ., και όχι στα χαρτιά, αλλά με πώληση.

Τηρουμένων των αναλογιών, η παράμετρος που ισχύει για την περίπτωση United/NOVA ίσχυε και για την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, δηλαδή η σπανιότητα/σπουδαιότητα ενός περιουσιακού στοιχείου (το λεγόμενο “scarcity factor”) που βγαίνει προς πώληση. Σε αυτήν την περίπτωση, η αξία πώλησης δεν υπολογίζεται με τους συνήθεις όρους EBITDA/P/BV κ.λπ., καθώς η σπουδαιότητα του asset αυτού καθαυτό προσδίδει επιπλέον αξία. Πόση; Όση είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο ενδιαφερόμενος για να αποκτήσει αυτό το περιουσιακό στοιχείο. Παράμετρος στην οποία θεωρώ πως θα πρέπει να δοθεί σημασία και εκτιμώ ότι θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκριμα και για άλλες «μοναδιαίες» συμφωνίες.

Η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, ως απολύτως «πράσινη» αλλά και μεγάλη εταιρεία, με διάφορους «άσους», που δεν κυκλοφορούν ευρέως. Συνεπώς, ο αγοραστής αναγκάστηκε να ανεβάσει ψηλά το τίμημα για να αποκτήσει αυτό που χρειαζόταν με βάση το σχέδιο ανάπτυξής του.

Τι θα μπορούσε να σημαίνει για τη «μητρική» ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, αλλά και ευρύτερα για τον Greek Energy Sector, το deal; Καταρχάς, ενισχυμένη με περίπου 900 εκατ. ευρώ πρόσθετης ρευστότητας, αλλά και με λιγότερο δανεισμό κατά 1,1 δισ. ευρώ, επικεντρώνεται κυρίως, αλλά όχι μόνο, στις υποδομές και έχει πολύ σημαντικά περιθώρια για να διεκδικήσει νέα μεγάλα έργα.

Αλλά και πρόθεση της Masdar –σύμφωνα με όσους παρακολούθησαν εκ του σύνεγγυς τη διαπραγμάτευση με την πλευρά ΓΕΚ/Περιστέρη– είναι να μετατρέψουν την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή σε «πλατφόρμα» μέσω της οποίας θα διευρύνουν την παρουσία τους σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές στον τομέα των ΑΠΕ. Αν ο παραπάνω σχεδιασμός υλοποιηθεί, τα μεγέθη της εταιρείας θα αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια, προς όφελος της οικονομίας, καθώς η έδρα θα παραμείνει στην Ελλάδα.

Αυτή είναι, κατά την εκτίμηση πολλών παραγόντων της αγοράς, η μία πλευρά, καθώς το ίδιο διάστημα αναδείχθηκαν όψεις της άλλης: πρακτικά, μιλάμε για το θέμα της επιβολής –νέας– έκτακτης εισφοράς (αλληλεγγύης) στους ομίλους διύλισης, δηλαδή σε Motor Oil, HelleniQ Energy. Απολύτως ιδιωτικός ο πρώτος όμιλος, με ευρεία συμμετοχή ξένων funds, σε αντίθεση με την HelleniQ Energy, στην οποία το Δημόσιο, μέσω ΤΑΙΠΕΔ, έχει ισχυρή μετοχική θέση. Εύλογα, λοιπόν, η κοινότητα αιφνιδιάστηκε, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για όποιες δεύτερες σκέψεις μπορεί να έκαναν –και δικαιολογημένα– ορισμένοι ξένοι διαχειριστές ως προς το ενδεχόμενο επιβολής και άλλων αιφνιδιαστικών εισφορών σε εισηγμένες, επί της ουσίας εις βάρος των συμφερόντων των μετόχων, των ιδίων. Η επιβολή της εισφοράς αιφνιδίασε για τον επιπλέον λόγο πως ήταν η ίδια η κυβέρνηση που την προηγούμενη φορά (πρώτος κύκλος επιβολής έκτακτης εισφοράς) διέψευδε φήμες για επόμενη. Όπερ και εγένετο, διαψεύδοντας τον εαυτό της, και στις αγορές η έννοια της αξιοπιστίας/εμπιστοσύνης μετράει.

Μπορεί να είναι τυχαίο, μπορεί και όχι, αλλά, το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο οίκος MSCI δεν προχώρησε σε ένταξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς σε καθεστώς παρακολούθησης με προοπτική ένταξης σε 18-24 μήνες στην κατηγορία των αναπτυγμένων. Ο «πάγος» από τον αμερικανικό οίκο μπορεί να ξάφνιασε τους μονίμως αισιόδοξους της αγοράς, πλην όμως επιβεβαίωσε όσους ήταν επιφυλακτικοί μέχρι και την τελευταία στιγμή (σ.σ. μεταξύ αυτών και ο υπογράφων, για να εξηγούμεθα ίνα μην παρεξηγούμεθα, scripta manent, άλλωστε).

Την επομένη της ανακοίνωσης, επιχειρήθηκε ανασύνταξη από την πλευρά των μονίμως αισιοδοξούντων, να δικαιολογηθούν κ.λπ., δεν είναι όμως αυτό η ουσία.

Και θα ανατρέξω στο παρελθόν, μερικούς μήνες πριν, όταν, στα μέσα Μαρτίου, ένας άλλος αμερικανικός οίκος προειδοποιούσε. Ο όμιλος JPMC (δεν νομίζω πως χρειάζεται συστάσεις) έλεγε στους εδώ μονίμως αισιοδοξούντες ότι μόνο τρεις ελληνικές μετοχές πληρούν τις προϋποθέσεις για τον δείκτη DM Europe και η Ελλάδα χρειάζεται πέντε μετοχές. «Είμαστε ευχαριστημένοι με τη σύσταση “overweight” για την Ελλάδα και πιστεύουμε ότι η αγορά μπορεί να υπεραποδώσει περαιτέρω στις αναδυόμενες αγορές, καθώς οι ελληνικές τράπεζες μειώνουν το discount τους σε σχέση με τις τράπεζες της Κεντρικής και Ανατολικής Αναδυόμενης Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA)» σημειώνει η αμερικανική τράπεζα. Συμπληρώνοντας ότι «κορυφαία επιλογή μας είναι η Eurobank».
Τονίζοντας, επίσης: «Έχουμε ακούσει κάποιους επενδυτές να ελπίζουν ότι: 1) η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές MSCI DM και 2) το βλέπουν αυτό ως θετικό καταλύτη. Διαφωνούμε και με τις δύο δηλώσεις: Θεωρούμε ότι η μετακίνηση της Ελλάδας στις DM είναι εξαιρετικά απίθανη. Θεωρούμε μια μετακίνηση στις DM ως αρνητικό καταλύτη».

Οι αναλυτές του οίκου πιστεύουν ότι είναι εξαιρετικά απίθανο η Ελλάδα να μετακινηθεί προς τα πάνω, επειδή η χώρα έχει μόνο τρεις εισηγμένες (Εθνική Τράπεζα, Eurobank και ΟΠΑΠ) που έχουν την ποιότητα για τον δείκτη MSCI Europe, όπου τα βασικά εμπόδια είναι η κεφαλαιοποίηση της αγοράς και το free float.

Τα βασικά κριτήρια για την Ελλάδα είναι τα εξής:

Πέντε εισηγμένες που να πληρούν τα κριτήρια κεφαλαιοποίησης αγοράς/ρευστότητας, τα οποία είναι:

  • 5,8 δισ. δολ. κεφαλαιοποίηση αγοράς για τον MSCI Europe
  • 2,9 δισ. δολ. σε ελεύθερη διακύμανση (free float)
  • Τα κριτήρια προσβασιμότητας στην αγορά και «Διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων-μέσων»

Όσον αφορά το μέγεθος, «η Ελλάδα στις αναδυόμενες αγορές έχει συμμετοχή με δέκα μετοχές, αλλά αν θα πρέπει να ωθηθεί στο DM Europe (αρνούμαστε να το ονομάσουμε προαγωγή), τότε πιθανότατα θα χάσει επτά συστατικά στοιχεία, μένοντας με 3 μετοχές, κάτω από το ελάχιστο όριο των 5, για να πληροί τις προϋποθέσεις του DM. Υπάρχει επίσης ένα κριτήριο ρευστότητας, το οποίο είναι περίπλοκο, αλλά και οι δέκα ελληνικές μετοχές με άνεση το πληρούν».

Αυτά στις 19 Μαρτίου, έκτοτε ακολούθησε χρόνος ικανός, μέχρι τις 20 Ιουνίου, με παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν πως θα μπορούσαν να έχουν γίνει ουσιαστικές ενέργειες από τους καθ’ ύλην αρμόδιους ώστε να κερδηθεί έδαφος, να σταλεί το μήνυμα προς τις αγορές –και δη τον αμερικανικό παράγοντα– ότι οι προειδοποιήσεις και συστάσεις ενός ομίλου μεγέθους μιας JPMC λαμβάνονται υπόψη. Ελήφθησαν; Κρίνοντας από την «ψυχρολουσία» της 20ής Ιουνίου, μάλλον όχι.

Aπό το περιοδικό ΧΡΗΜΑ