του Κώστα Νούση
Σε μια εποχή στην οποία ο ψηφιακός μετασχηματισμός επαναπροσδιορίζει τον τρόπο λειτουργίας επιχειρήσεων αλλά και οργανισμών και τοποθετεί στο κάδρο έννοιες όπως εξέλιξη και καινοτομία, το κυβερνοέγκλημα τρέχει σε παράλληλη πορεία, ωστόσο με υψηλότερες ταχύτητες, αποτελώντας, μάλιστα, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, κάτι που αναδεικνύει την πραγματική διάσταση του προβλήματος.
Η εξάρτηση από ψηφιακές τεχνολογίες, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των απειλών και οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και στη διοικητική λειτουργία του κράτους θέτουν νέες προκλήσεις, τις οποίες οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αγνοήσουν. Αξιοποιώντας την τεχνολογία ως μέσο, οι απειλές στον κυβερνοχώρο δημιουργούν επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων, με τους ειδικούς στον κλάδο της ασφάλειας να κάνουν λόγο για επιτακτική ανάγκη ουσιαστικών επενδύσεων στην ασφάλεια δεδομένων.
Ransomware, επιθέσεις DDoS και phishing, καθώς και προβλήματα που σχετίζονται με τη διαρροή πληροφοριών, είναι κάποιοι από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ενώ σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα έρχεται να προστεθεί και η τεχνητή νοημοσύνη.
Όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Γεωργίου, Chief Security Officer-Partner της Alphabit και Δικαστικός Πραγματογνώμων Κυβερνοεγκλημάτων: «Η αντιμετώπιση της κυβερνοασφάλειας από τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς ποικίλλει σημαντικά. Πολλές μεγάλες εταιρείες και οργανισμοί αναγνωρίζουν την κρισιμότητα της κυβερνοασφάλειας και έχουν επενδύσει σημαντικά σε πόρους και προσωπικό για την προστασία των δεδομένων και των συστημάτων τους. Έχουν υιοθετήσει αυστηρές πολιτικές και διαδικασίες, εκπαιδεύουν τακτικά τους εργαζόμενους και υλοποιούν προηγμένες τεχνολογίες ασφαλείας».
Και μπορεί οι μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες διαχειρίζονται τεράστιους όγκους δεδομένων και συναλλαγών να κάνουν βηματισμό προς τη λήψη μέτρων, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και με τις μικρομεσαίες. Αυτό τη στιγμή που έρευνες δείχνουν ότι οι επιθέσεις που έχουν ως στόχο την αποκόμιση λύτρων μετατοπίζονται από τις μεγάλες προς τις μικρότερες επιχειρήσεις, καθώς οι μεγάλες αρνούνται ολοένα και περισσότερο να πληρώσουν.
«Δυστυχώς, μέχρι πρότινος, αρκετές μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις δεν έδιναν την πρέπουσα σημασία στο χτίσιμο μιας κουλτούρας κυβερνοασφάλειας. Ενθαρρυντικά όμως είναι τα στοιχεία που δείχνουν ότι, τα τελευταία χρόνια, γίνονται σημαντικές επενδύσεις στην πρόληψη και αντιμετώπιση των κυβερνοαπειλών, αλλά με αργούς ρυθμούς, εν συγκρίσει με την αύξηση των κυβερνοεπιθέσεων» υπογραμμίζει η Δρ Κωνσταντία Μπαρμπάτσαλου, Blue Team Support Team Leader της Obrela.
Χτίζοντας το “Iron Dome” στο κυβερνοέγκλημα
Μόνο το περασμένο έτος, στη ΝΑ Ευρώπη, παρατηρήθηκε αύξηση 66% στις κυβερνοεπιθέσεις. H μέση πληρωμή λύτρων (ransomware) έχει καταγράψει δραματική αύξηση, φθάνοντας το ποσό του 1.500.000 δολ. το 2023, ενώ το 2022 το ποσό ήταν λίγο πάνω από τα 800.000 δολάρια. Παράλληλα, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο αναμένεται να αγγίξει τα 9,5 τρισ. δολ. το 2024 και το 2025 τα 10,5 τρισ. δολάρια. Όλα αυτά ενώ το 54% των οργανισμών δεν έχουν επαρκή γνώση των τρωτών τους σημείων.
Σύμφωνα με την Blue Team Support Team Leader της Obrela, «οι κυβερνοεπιθέσεις σε υποδομές ζωτικής σημασίας αποτελούν έναν από τους πέντε κορυφαίους κινδύνους με διεθνείς επιπτώσεις, ενώ το κυβερνοέγκλημα θα αποτελεί την κορυφαία πηγή κινδύνου για τα επόμενα 10 χρόνια, την οποία υπερβαίνουν μόνο οι παράγοντες που διαταράσσουν την οικολογική και κοινωνικοπολιτική σταθερότητα. Οι επιχειρήσεις πρέπει να υιοθετήσουν κουλτούρα κυβερνοασφάλειας στις καθημερινές τους ενέργειες, καθότι αυτές μπορεί να φαίνονται απλές στη διεκπεραίωση, αλλά είναι πολύ εύκολο να παραβλεφθούν βασικοί κανόνες που διέπουν τη διαφύλαξη του επιπέδου ασφαλείας τους. Κατά δεύτερο λόγο, να υιοθετήσουν διαδικασίες τήρησης αντιγράφων ασφαλείας στην ευαίσθητη υποδομή τους και να δημιουργήσουν ένα πλάνο απόκρισης σε περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών ασφαλείας (Incident response plan). Σημαντική είναι επίσης όχι μόνο η θωράκιση της υποδομής από εξωτερικούς, αλλά και η προφύλαξη από εσωτερικούς κινδύνους».
Ο Senior Security Solution Architect της Uni Systems υπογραμμίζει: «Ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κυβερνοασφάλειας ξεκινάει πάντα από την αξιολόγηση και τη γνώση του οργανισμού. Το “business as usual”, η καθημερινότητα, το προσωπικό, τα δεδομένα που επεξεργάζεται, τα συστήματα και οι ανάγκες του συνθέτουν το προφίλ του και μια λεπτομερής ανάλυση όλων των παραγόντων, συνολικά, μπορεί να δώσει μια στρατηγική κατεύθυνση ασφάλειας, προσαρμοσμένη στα μέτρα του εν λόγω οργανισμού, και μόνο. Ο σχεδιασμός που θα ακολουθήσει θα δημιουργήσει σαφές πλαίσιο και σειρά αντιμέτρων για όλα τα επίπεδα και τα στάδια, τα οποία προφανώς αφορούν οργανωτικά και λειτουργικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά τεχνικές λύσεις».
Η θωράκιση των επιχειρήσεων απέναντι στους ψηφιακούς κινδύνους αποτελεί μια συνεχή διαδικασία που απαιτεί ευαισθητοποίηση, επένδυση και εγρήγορση. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Chief Security Officer-Partner της Alphabit, χρειάζεται να εφαρμοστεί το τρίπτυχο «Σχεδιασμός-Υλοποίηση-Διαχείριση». Ουσιαστικά, θα πρέπει να υιοθετήσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
1. Σχεδιασμός:
• Εκτίμηση κινδύνου και δοκιμές ασφάλειας: Αναγνώριση και αξιολόγηση των πιθανών απειλών και ευπαθειών.
• Καθορισμός προτεραιοτήτων αντιμετώπισης κινδύνων: Εστίαση στους πιο κρίσιμους κινδύνους και ανάπτυξη στρατηγικής αντιμετώπισης.
• Σχεδιασμός πολιτικών και διαδικασιών: Διαμόρφωση αυστηρών πολιτικών ασφαλείας για δεδομένα, πρόσβαση και χρήση συστημάτων.
2. Υλοποίηση:
• Εφαρμογή τεχνολογιών: Εγκατάσταση αξιόπιστων λύσεων ασφαλείας, όπως Firewalls, EDR, DLP και κρίσιμων ενημερώσεων.
• Εκπαίδευση προσωπικού: Ενημέρωση και εκπαίδευση των εργαζομένων σχετικά με τις απειλές και τις πρακτικές ασφαλείας.
• Δημιουργία κουλτούρας ασφάλειας: Ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και της υπευθυνότητας σε θέματα ασφάλειας σε όλο τον οργανισμό.
• Πιστοποίηση των διαδικασιών: οργάνωση της κυβερνοασφάλειας με σημείο αναφοράς αναγνωρισμένα διεθνή πρότυπα.
3. Διαχείριση:
• Παρακολούθηση και έλεγχος: Συνεχής παρακολούθηση της εφαρμογής των πολιτικών και των συστημάτων για ύποπτες δραστηριότητες.
• Διενέργεια τακτικών ελέγχων: Τεχνική δοκιμή της αποτελεσματικότητας των μέτρων ασφαλείας και υλοποίηση βελτιώσεων.
• Αντιμετώπιση περιστατικών και διερεύνηση: Άμεση αντίδραση σε τυχόν κυβερνοεπιθέσεις ή παραβιάσεις δεδομένων, ψηφιακή έρευνα και εξαγωγή διδαγμάτων.
Τεχνητή νοημοσύνη: Ευκαιρία ή «αχίλλειος πτέρνα» για την κυβερνοασφάλεια;
Η τεχνητή νοημοσύνη επαναπροσδιορίζει ριζικά τον τομέα της κυβερνοασφάλειας σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, φέρνοντας νέες δυνατότητες αλλά και προκλήσεις.
«Η συμβουλή μας σε κάθε νέα ψηφιακή επένδυση, πολλώ δε μάλλον σε αυτές τις εφαρμογές, είναι να αξιολογηθούν τα ενδεχόμενα ρίσκα πριν από την υλοποίηση, από τη φάση ήδη του σχεδιασμού. Έτσι πετυχαίνουμε αυτό που ονομάζουμε Security by Default και by Design. Η ΤΝ μπορεί να είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο που βρίσκει θέση στην καθημερινότητά μας, στο χέρι μας είναι να την αξιοποιήσουμε με τρόπο που θα έχουμε προβλέψει και ελέγξει από την αρχή» επισημαίνει ο Γιάννης Παυλίδης, Senior Security Solution Architect της Uni Systems.
Μία από τις κύριες ανησυχίες για το 2024 είναι η απειλή της τεχνητής νοημοσύνης, και συγκεκριμένα τα κακόβουλα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα. Και αυτό διότι αυτά τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν για τη διάδοση παραπληροφόρησης, τη δημιουργία ψευδών ειδήσεων και μηνυμάτων ηλεκτρονικού ψαρέματος, αλλά και τη διενέργεια κυβερνοεπιθέσεων.
Σύμφωνα με τη Δρα Κωνσταντία Μπαρμπάτσαλου: «Μέσω της μηχανικής μάθησης και της ανάλυσης δεδομένων, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη πιθανών επιθέσεων και να λαμβάνει μέτρα πρόληψης. Επιπρόσθετα, μπορεί να αναλάβει την ανίχνευση και την αντίδραση σε κυβερνοεπιθέσεις πολύ γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα από τον ανθρώπινο παράγοντα. Παρ’ όλα αυτά, είναι αβέβαιο το αν και σε τι βάθος χρόνου η ανθρώπινη κριτική σκέψη θα αντικατασταθεί ή/και θα εξισωθεί από την τεχνητή νοημοσύνη. Σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, αμφότερες η επιτυχία μιας επίθεσης αλλά και η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπισή της βασίζονται σε αστάθμητους παράγοντες, αλληλένδετους με τον ανθρώπινο νου. Σε συσχέτιση με αυτόν τον παράγοντα η τεχνητή νοημοσύνη αφήνει εκτεθειμένους τους οργανισμούς».
Παρά το γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει αυτοματοποίηση εργασιών, ανάλυση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και λήψη προληπτικών μέτρων σε μικρό χρόνο, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Γεωργίου, «φέρνει και μια σειρά από προκλήσεις, διότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη και εκτέλεση αυτοματοποιημένων κυβερνοεπιθέσεων, αυξάνοντας τον κίνδυνο, καθώς ενισχύει τις ικανότητες των επιτιθέμενων για παράκαμψη παραδοσιακών συστημάτων ασφαλείας, θέτοντας σε κίνδυνο οργανισμούς που βασίζονται σε αυτά. Κρίσιμο κίνδυνο διατρέχει η επιχειρησιακή λειτουργία, καθώς υπάρχει η περίπτωση ένα επιτυχές χτύπημα να κλειδώσει τα εταιρικά συστήματα και να εμποδίσει τη λειτουργία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στόχος είναι και τα εταιρικά και προσωπικά δεδομένα για κλοπή προς πώληση ή αξιοποίηση για εγκληματικές ενέργειες, καθώς η εξαπάτηση μέσω ηλεκτρονικού ψαρέματος (phishing) και κοινωνικής μηχανικής (social engineering) γίνεται πολύ πιο αποτελεσματική με την ανήθικη και εγκληματική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης».
Σίγουρα η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αξιοποιηθεί ως όπλο στη φαρέτρα των επιχειρήσεων, αφού τις εξοπλίζει με προηγμένες δυνατότητες για ανίχνευση, αντίδραση και αντιμετώπιση κυβερνοαπειλών, επαναπροσδιορίζοντας τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της κυβερνοασφάλειας. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Αλέξανδρος Ένγκελεν, Cyber Intelligence Specialist, αναπτύσσει τις πτυχές σύμφωνα με τις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη αναδιαμορφώνει τον ευαίσθητο τομέα της κυβερνοασφάλειας:
Βελτιωμένη Ανίχνευση Απειλών: Οι εργαλειοθήκες με την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να αναλύουν μεγάλες ποσότητες δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, επιτρέποντας στους οργανισμούς να ανιχνεύουν και να αντιδρούν σε κυβερνοαπειλές με πιο γρήγορο και ακριβή τρόπο. Οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν να αναγνωρίζουν πρότυπα και ανωμαλίες που υποδεικνύουν κακόβουλες δραστηριότητες, παρέχοντας πρόωρες προειδοποιήσεις για πιθανές επιθέσεις.
Αυτοματοποιημένη Αντίδραση σε Περιστατικά: Η αυτοματοποιημένη αντίδραση με την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης επιτρέπει την επιτάχυνση των διαδικασιών αντίδρασης σε περιστατικά ασφάλειας (επιτρέπει στις εταιρείες να αναγνωρίζουν αυτόματα απειλές και αστοχίες στα συστήματά τους, με τη χρήση τεχνικών όπως το SIEM και το SOAR). Αυτό μειώνει το φορτίο εργασίας στις ομάδες κυβερνοασφάλειας και επιταχύνει τους χρόνους αντίδρασης, ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις των κυβερνοπεριστατικών στις λειτουργίες του οργανισμού.
Ανάλυση Συμπεριφοράς: Η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει την εφαρμογή λύσεων ανάλυσης συμπεριφοράς που παρακολουθούν τη συμπεριφορά χρηστών και οντοτήτων για την αναγνώριση ύποπτων δραστηριοτήτων (επιτρέπει την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων για την ανίχνευση των πιθανών απειλών με χρήση τεχνολογιών όπως το EDR και το XDR). Μέσω της καθιέρωσης βάσεων γνώσης της κανονικής συμπεριφοράς, οι αλγόριθμοι της τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να ανιχνεύουν αποκλίσεις που υποδεικνύουν εσωτερικές απειλές ή παραβιάσεις λογαριασμών.
Προβλεπτική Ανάλυση: Οι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να αναλύουν ιστορικά δεδομένα κυβερνοασφάλειας για να προβλέψουν μελλοντικές απειλές και ευπάθειες. Η προβλεπτική ανάλυση επιτρέπει στους οργανισμούς να αντιμετωπίζουν προληπτικά δυνητικούς κυβερνοκινδύνους πριν αυτοί υλοποιηθούν, βελτιώνοντας τη συνολική τους κυβερνοασφάλεια.
Προσαρμοστικά Μέτρα Ασφαλείας: Οι λύσεις κυβερνοασφάλειας που κινούνται από την τεχνητή νοημοσύνη μπορούν δυναμικά να προσαρμόζουν τους ελέγχους ασφαλείας βάσει των εξελισσόμενων απειλών και παραγόντων κινδύνου. Αυτή η προσαρμοστική προσέγγιση εξασφαλίζει ότι τα μέτρα ασφαλείας παραμένουν αποτελεσματικά ενάντια στις νεοεμφανιζόμενες κυβερνοαπειλές και ευπάθειες.
Ωστόσο, η τεχνητή νοημοσύνη, παρά τα οφέλη που προσφέρει για την κυβερνοασφάλεια, εισάγει νέες προκλήσεις και κινδύνους για τους οργανισμούς.
Αυτοί περιλαμβάνουν:
Προηγμένες Επιθέσεις με Χρήση AI: Οι κυβερνοεγκληματίες χρησιμοποιούν προηγμένες τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης για την ανάπτυξη επιθέσεων που στοχεύουν στην αποφυγή των παραδοσιακών μέσων ασφαλείας. Η χρήση AI σε κακόβουλο λογισμικό, phishing και κοινωνική μηχανική αποτελεί σημαντική απειλή για τους οργανισμούς, καθώς μπορούν να αποφεύγουν τα παραδοσιακά μέτρα ασφαλείας και να εκμεταλλεύονται τις ευπάθειες πιο αποτελεσματικά.
Επίθεση με Ανταγωνιστική AI: Η ανταγωνιστική τεχνητή νοημοσύνη αναφέρεται στη χρήση των αλγορίθμων AI από τους κυβερνοεπιτιθέμενους για την παράκαμψη των ελέγχων ασφαλείας ή την παραπλάνηση των συστημάτων ασφαλείας που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη. Οι ανταγωνιστικές τεχνικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία κακόβουλου περιεχομένου που αποφεύγει την ανίχνευση ή για την εξαπάτηση των αποφάσεων που βασίζονται σε τεχνητή νοημοσύνη, αποδυναμώνοντας την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας.
Προβλήματα Απορρήτου και Ηθικής: Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην κυβερνοασφάλεια προκαλεί προβλήματα απορρήτου και ηθικής σχετικά με την προστασία των δεδομένων, την αλγοριθμική προκατάληψη και τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις. Οι οργανισμοί πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι λύσεις κυβερνοασφάλειας που βασίζονται σε τεχνητή νοημοσύνη συμμορφώνονται με τις νομικές και ηθικές απαιτήσεις, καθώς και με τις ηθικές οδηγίες, προκειμένου να προστατεύσουν τα ατομικά δικαιώματα απορρήτου και να αποτρέψουν διακριτικά αποτελέσματα.
Εξάρτηση από Συστήματα AI: Οι οργανισμοί μπορεί να γίνουν υπερβολικά εξαρτημένοι από τις λύσεις κυβερνοασφάλειας που βασίζονται σε τεχνητή νοημοσύνη, μειώνοντας την εποπτεία και την ανθρώπινη εποπτεία. Η εξάρτηση από συστήματα τεχνητής νοημοσύνης χωρίς επαρκή ανθρώπινη εποπτεία μπορεί να οδηγήσει σε ψευδείς θετικές ενδείξεις, παρανοήσεις ή ανεπιθύμητες συνέπειες, θέτοντας σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας.
Προκλήσεις και κίνδυνοι – Ο ρόλος των εταιρειών κυβερνοασφάλειας
Στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης και της ραγδαίας ψηφιοποίησης, βλέπουμε να παίρνει προβάδισμα ο ψηφιακός μετασχηματισμός του παραδοσιακού εγκλήματος, ο οποίος αποδίδει τρισεκατομμύρια σε βάρος της υγιούς οικονομίας. Μάλιστα, καθιστά επιχειρήσεις και οργανισμούς πιο ευάλωτους σε κυβερνοεπιθέσεις από ποτέ, καθώς βρίσκονται εκτεθειμένοι σε ανεξέλεγκτους κινδύνους, τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς, όπως:
• Μέλη του οργανισμού που είναι χρήστες εσωτερικών συστημάτων, και προκαλούν σημαντικές παραβιάσεις ασφαλείας, εσκεμμένα ή ακόμη και ακούσια.
• Οργανωμένο έγκλημα, σε παγκόσμια κλίμακα, δύσκολα ανιχνεύσιμο και διωκόμενο.
• Κατασκοπεία ή και σαμποτάζ με συγκεκριμένα κίνητρα.
• Χάκερς που έχουν σκοπό να τραβήξουν την προσοχή ή να αυξήσουν τη δημοσιότητά τους ή με απρόβλεπτο κίνητρο.
• Επιθέσεις κοινωνικής μηχανικής, οι οποίες στοχεύουν στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης αδυναμίας, με σκοπό να εισχωρήσουν σε συστήματα ή δεδομένα. Πρόκειται για στοχευμένες και μακροχρόνιες επιθέσεις σε εταιρείες ή οργανισμούς, οι οποίες δεν αποκλείεται να γίνονται και με τη στήριξη κρατικών φορέων.
Έτσι, στον ψηφιακό κόσμο του σήμερα, η κυβερνοασφάλεια αναδεικνύεται σε ύψιστης σημασίας ζήτημα, καθώς κυβερνοεπιθέσεις, κλοπές δεδομένων, ψηφιακοί εκβιασμοί για λύτρα και εσωτερικές απειλές εκτροχιάζουν την ομαλή λειτουργία, τη φήμη και την οικονομική σταθερότητα των οργανισμών. Σε απάντηση αυτών των προκλήσεων, οι εταιρείες κυβερνοασφάλειας έρχονται να φέρουν μια σειρά από μηχανισμούς άμυνας απέναντι σε απειλές που εξελίσσονται ραγδαία και η θωράκιση απαιτεί εξειδικευμένη τεχνογνωσία και πρακτικές που περιλαμβάνουν:
SIEM (Security Information and Event Management) & SOAR (Security Orchestration, Automation, and Response) technologies: Οι τεχνολογίες SIEM αναλαμβάνουν τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων ασφάλειας από διάφορες πηγές. Τα συστήματα SOAR αυτοματοποιούν τη διαδικασία αντίδρασης σε απειλές με τη χρήση αυτοματισμού και ορχήστρας.
EDR (Endpoint Detection and Response) & XDR (Extended Detection and Response) technologies: Οι τεχνολογίες EDR παρέχουν προηγμένη ανίχνευση και αντίδραση σε απειλές στα άκρα του δικτύου. Οι τεχνολογίες XDR επεκτείνουν αυτήν τη λειτουργικότητα για να συμπεριλάβουν δεδομένα από διάφορες πηγές σε ένα ενιαίο περιβάλλον ανίχνευσης και αντίδρασης.
24/7 Security Operation Center (SOC): Οι εταιρείες κυβερνοασφάλειας παρέχουν υπηρεσίες SOC που παρακολουθούν συνεχώς το δίκτυο και τα συστήματα των πελατών τους για ενδείξεις απειλών και επιθέσεων.
Συμβουλευτική Υπηρεσία για τη συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις, τους κανονισμούς και τους νόμους (Advisory Service for compliances, regulations and acts.): Οι εταιρείες κυβερνοασφάλειας παρέχουν συμβουλευτική υπηρεσία για να βοηθήσουν τους πελάτες τους να συμμορφωθούν με τις προδιαγραφές ασφάλειας και τις νομικές απαιτήσεις, όπως ο GDPR.
Υπηρεσίες Αξιολόγησης Κινδύνου Απειλών (Threat Risk Assessment Services): Παρέχουν υπηρεσίες αξιολόγησης κινδύνου για να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες και τις ευπάθειες των πελατών τους και να προτείνουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας.
Υπηρεσίες Διαχείρισης Κυβερνοασφάλειας & Υποδομών (Managed Services): Προσφέρουν υπηρεσίες διαχείρισης κυβερνοασφάλειας για να διαχειριστούν πλήρως την ασφάλεια και την υποδομή δικτύου των πελατών τους.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του κλάδου, η καλλιέργεια κουλτούρας κυβερνοασφάλειας απαιτεί συνεχή εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των εργαζομένων, ηγεσία από τη διοίκηση και ενσωμάτωση της ασφάλειας σε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Είναι σημαντικό για κάθε οργανισμό να αξιολογήσει τους κινδύνους και να υιοθετήσει ένα ολοκληρωμένο πλάνο για την αντιμετώπισή τους. Η επένδυση στην κυβερνοασφάλεια αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία των δεδομένων και των συστημάτων κάθε οργανισμού.
Επενδύοντας στην πρόληψη και θωρακίζοντας τα συστήματα και τα δεδομένα τους, οι επιχειρήσεις μπορούν να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία τους, την προστασία της φήμης τους και την εμπιστοσύνη των πελατών και των συνεργατών τους.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ