Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος

Η επιτυχής πορεία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις συστημικές τράπεζες, με πιο πρόσφατη την πλήρη αποεπένδυση από την Τράπεζα Πειραιώς, η συμφωνία μεταξύ UniCredit και Alpha Bank, η βελτίωση των προοπτικών για το αξιόχρεο των ελληνικών τραπεζών από διεθνούς οίκους αξιολόγησης και η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε χρηματοδότηση μέσω των αγορών με πιο ευνοϊκούς όρους είναι εξελίξεις που αντανακλούν την αυξημένη αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας και τις θετικές προοπτικές της, αλλά και την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. 

Η επενδυτική εμπιστοσύνη στηρίζεται στη συστηματική βελτίωση των βασικών μεγεθών των ελληνικών τραπεζών. Η κερδοφορία διατηρείται σε καλό επίπεδο, υποστηριζόμενη από τα αυξημένα καθαρά έσοδα από τόκους, αλλά και από τη συγκράτηση των λειτουργικών εξόδων. Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφάλαια και υψηλή ρευστότητα, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα λόγω της αποπληρωμής των πράξεων TLTRO III (Targeted Longer-Term Refinancing Operations). Παράλληλα, έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων. Τον Δεκέμβριο του 2023 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο σύνολο των δανείων υποχώρησε περαιτέρω σε 6,6% για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος (προσωρινά στοιχεία). Ο αντίστοιχος δείκτης για τις σημαντικές τράπεζες υποχώρησε σε κάτω από 5%, μειώνοντας την απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις, στηρίζοντας με τη σειρά τους την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. 

Ένα εύρωστο και ανθεκτικό τραπεζικό σύστημα που χαίρει αυξημένης εμπιστοσύνης είναι σε θέση να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο, προσελκύοντας τους διαθέσιμους αποταμιευτικούς πόρους και ανακατανέμοντάς τους για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων και την ικανοποίηση των αναγκών νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ρευστότητα. Μπορεί συνεπώς να συμβάλει καταλυτικά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας και στην αναβάθμιση του κεφαλαιακού της αποθέματος, υποστηρίζοντας υψηλότερη ανάπτυξη. 

Επίσης, θα είναι σε θέση να κατευθύνει τους πόρους προς τους πλέον παραγωγικούς κλάδους και επιχειρήσεις και να προσφέρει ευκαιρίες χρηματοδότησης σε νέες επιχειρήσεις, καινοτόμες ιδέες και πρωτοβουλίες ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Στο πλαίσιο αυτό, βασική προτεραιότητα το επόμενο διάστημα είναι η χρηματοδότηση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης των ελληνικών επιχειρήσεων, υποστηριζόμενη και από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το τραπεζικό σύστημα θα συμβάλει στη βελτίωση της κατανομής των παραγωγικών πόρων και συνακόλουθα της συνολικής παραγωγικότητας. 

Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον αυξημένων εξωγενών προκλήσεων και αβεβαιότητας, προϋπόθεση για να επιτελέσουν τα πιστωτικά ιδρύματα τον αναπτυξιακό τους ρόλο είναι να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού τους και για ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία τους σε ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν εγκαίρως και αποτελεσματικά οι πόροι από το δανειακό σκέλος του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι στηρίζουν τη δανειοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών. Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που διαμορφώνονται από τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών, με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη μείωση του λειτουργικού τους κόστους. 

Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα. Ως αρχή αρμόδια για την άσκηση μακροπροληπτικής πολιτικής, σχεδιάζει και εφαρμόζει μέτρα, με τη μορφή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, για την αποφυγή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων, στοχεύοντας στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρόσφατα, θέσπισε μακροπροληπτικά μέτρα για τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη (με ισχύ από 1/1/2025), ώστε να ενθαρρύνει την εφαρμογή συνετών πιστοδοτικών κριτηρίων και να περιορίσει τους συστημικούς κινδύνους που συνδέονται με τη χρηματοδότηση φυσικών προσώπων με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο.

Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι αναπόφευκτα συνυφασμένες με τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την πορεία ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς. Εφόσον υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση για την επίτευξη συναίνεσης, η Ευρώπη θα μπορέσει να προχωρήσει με πρωτοβουλίες απαραίτητες για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης (το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων – EDIS και, ευρύτερα, η αναθεώρηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων ‒ CMDI) και της ένωσης κεφαλαιαγορών (CMU), θέτοντας τις βάσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη θωράκιση απέναντι σε νέες κοινές προκλήσεις και αβεβαιότητες, με θετικές επιδράσεις για την ελληνική οικονομία.

Συμπερασματικά, η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση θεμελιωδών μεγεθών της υποστηρίζουν την ενδυνάμωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο με τη σειρά του λειτουργεί ως μοχλός περαιτέρω ανάπτυξης. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η συνεχής εγρήγορση των εποπτικών αρχών και των ίδιων των τραπεζών.

Aπό τα TA ΝΕΑ ΣΑΒΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ