Δεν έκανε την έκπληξη η Κριστίν Λαγκάρντ, με συνέπεια η ευρωπαϊκή οικονομία να υφίσταται το κόστος του λιγότερου/ακριβότερου κόστους χρήματος συνδυαστικά με την ποσοτική σύσφιξη για ακόμη αρκετό χρονικό διάστημα. 

Αόριστο ήταν το περίγραμμα των δηλώσεων της προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται ο χρονισμός της προοπτικής μείωσης των επιτοκίων, και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όλο το προηγούμενο διάστημα, οι επιτελικοί της Fed προεξοφλούσαν την παράταση μιας ενέργειας από την πλευρά τους. Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που ο ομόλογός της, Τζερόμ Πάουελ, ήταν σαφής στην παρουσίαση της νομισματικής πολιτικής ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων προχθές, Τετάρτη, μήνυμα που επανέλαβε στην Επιτροπή Τραπεζών της Γερουσίας. 

Ποιος έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά για την κα. Λαγκάρντ;

Άμεση μείωση και φθηνότερο χρήμα, προσώρας, εκτός παιδιάς, κυρίως για την ευρωπαϊκή οικονομία, που υφίσταται πολλαπλές συνέπειες από τα διάφορα ανοιχτά (γεω)πολιτικά μέτωπα. Χωρίς να αναμένεται να αλλάξει κάτι, επί της ουσίας, οι θέσεις των ΗΠΑ θα επαναδιατυπωθούν στη συνεδρίαση της FOMC στις 20-21 Μαρτίου. Ενδεχομένως, με τη μύχια ελπίδα της Γαλλίδας προέδρου της ΕΚΤ μήπως και ο Αμερικανός προσφέρει κάποιο δώρο, ειδάλλως στη Φραγκφούρτη θα «κυκλώνουν» τις επόμενες συνεδριάσεις μέχρι τις ευρωεκλογές. 

Ημερομηνίες-ορόσημο είναι η 11η Απριλίου –υπό προϋποθέσεις–, η 8η Μαΐου και «τελευταία ελπίδα» η 6η Ιουνίου, οπότε τα μέλη του ΔΣ θα συνεδριάζουν εν μέσω ευρωεκλογών (6-9 Ιουνίου). Είναι πιθανό το ενδεχόμενο να αποφασιστεί τότε η πρώτη μείωση, με τον Γιάννη Στουρνάρα να την εκτιμά στις 25 μονάδες βάσης, προσέγγιση που, δεδομένης της ευστοχίας του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, θεωρείται “basic scenario”. 

Τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά; Συνοπτικά: ανησυχία των κυβερνήσεων για το «λιγότερο/ακριβότερο χρήμα», σε ασφυκτικό περιβάλλον άντλησης κεφαλαίων από την ΕΚΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι, στο διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης βγήκαν εσπευσμένα στις αγορές, «σηκώνοντας» περισσότερο από μισό τρισ., το μεγαλύτερο ποσό από την εποχή της κρίσης λόγω Lehman. 

Για την ακρίβεια, οι εκδόσεις έφτασαν τα 507 δισ., με την προσφορά στα 2,75 τρισ. ευρώ. Η ανησυχία των τραπεζιτών αποτυπώθηκε εύγλωττα από τον Γιοακίμ Νάγκελ: «(…) από τον Ιούλιο, οι αποπληρωμές θα επανεπενδύονται μόνο εν μέρει και δεν θα επανεπενδύονται, πλέον, από το τέλος του έτους» (σ.σ., με άλλα λόγια, θα αποσυρθεί σταδιακά από τις οικονομίες και την αγορά περί το 1,7 τρισ. ευρώ μόνο από το PEPP). «Αυτό σημαίνει ότι επιταχύνουμε τη μείωση των διαθεσίμων ομολόγων σταδιακά και με προβλέψιμο τρόπο…». 

Τεράστια απόσυρση ρευστότητας σε περίοδο φθίνουσας πορείας της ευρωπαϊκής οικονομίας και με το Βερολίνο να υπολογίζει από τώρα το επιπλέον βάρος από το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις 5 Νοεμβρίου. Η τοποθέτηση του επικεφαλής της Bundesbank απηχεί τον ευρύτερο προβληματισμό των Ευρωπαίων τραπεζιτών, σε μια περίοδο κατά την οποία κράτη του μεγέθους μιας Κίνας και μιας Ινδίας επαναπατρίζουν χρυσό –για ευνόητους λόγους.

Από ΧΡΗΜΑ WEEK