Στα 11,7 δισ. ευρώ διαμορφώνεται το «κόκκινο» απόθεμα για το σύνολο του τραπεζικού τομέα, με τους επόπτες εντός, αλλά και εκτός Ελλάδας, να συνεχίζουν να χτυπούν… καμπανάκια για νέες αθετήσεις πληρωμών.
Όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 7,9% από 8,7% στα τέλη του 2022, με το υπόλοιπο για τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους να «αγγίζει» τα 11,7 δισ. ευρώ από 13,2 δισ. ευρώ. Ειδικά για τις συστημικές τράπεζες το απόθεμα υπολογίζεται σε περίπου οκτώ δισ. ευρώ και συγκεκριμένα 1,1 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 2,1 δισ. ευρώ για τη Eurobank, δύο δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και 2,7 δισ. ευρώ για την Alpha Bank. Όσον αφορά στη διάρθρωση των «κόκκινων» δανείων, αυτή έχει ως εξής: 66% επιχειρηματικά, 25% στεγαστικά και 9% καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης («unlikely to pay») και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.
«Κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2023 παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. H στενή παρακολούθηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων είναι αναγκαία, καθώς το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας δύνανται να ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στο δείκτη ΜΕΔ», σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ. Εγρήγορση από πλευράς των τραπεζών ζητά και ο SSM, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, τα «κόκκινα» δάνεια ως μία πραγματικότητα, αφού «πάντοτε θα υπάρχουν δανειολήπτες, οι οποίοι θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους».
Πηγή: ΝPL Confidential