Tην προηγούμενη εβδομάδα ήταν o Οίκος FITCH που αφαίρεσε το ΑΑΑ από την οικονομία των ΗΠΑ, πυροδοτώντας αμφίσημες προσεγγίσεις από επώνυμους και ηχηρά ονόματα της Wall Street.
Ο οίκος αξιολόγησης είχε εστιάσει σε-κυρίως- δύο ευάλωτα σημεία της χώρας, τις πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία νέα πολιτική κρίση– καθώς το χάσμα Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων όλο και βαθαίνει- δυνητικό πεδίο αντιπαράθεσης το “ανώτατο όριο του ομοσπονδιακού χρέους”– συνεκτιμώντας πως το 2024 είναι εκλογική χρονιά.
Το άλλο αφορά στην κατάσταση του “περιφερειακού τραπεζικού συστήματος” εν μέσω αυξημένων επιτοκίων και ποσοτικής σύσφιξης.
Θα επιβεβαιωθεί; θα διαψευστεί;
Ωστόσο, ήταν ο Moody’s, που ήρθε με τη σειρά του να υποβαθμίσει τις αμερικανικές τράπεζες, συνεκτιμώντας τα βεβαρημένα χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ειδικά στην στεγαστική πίστη και δη των εμπορικών, λόγω των υψηλών επιτοκίων, της μείωσης στην ζήτηση γραφείων και της συρρικνούμενης πιστωτικής επέκτασης.
Ο οίκος Moody’s μείωσε το rating 10 τραπεζών, ενώ έθεσε 6 μεγάλες λ.χ. Bank of New York Mellon σε αναθεώρηση για πιθανή υποβάθμιση.
Και αν η προειδοποίηση της FITCH “πολιτικοποιήθηκε” κατά κάποιο τρόπο, της Moody’s έχει ξεκάθαρα “χρηματοοικονομικά” χαρακτηριστικά.
Άλλωστε η Moody’s είναι ο ένας από τους 3 Αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης που διατηρεί το ΑΑΑ για την οικονομία των ΗΠΑ και αυτός με τη μεγαλύτερη επενδυτική “βαρύτητα” (αθροιστικά μεγαλύτερη των Standard & Poor’s και FITCH).