Η Εθνική Τράπεζα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση για το πού επικεντρώνεται, πλέον, το ενδιαφέρον της αγοράς, καθώς ενισχύεται η αντίληψη ότι οι τράπεζες αφήνουν πίσω τους το πρόβλημα των NPEs.

Χάρη στα υπερκέρδη από πωλήσεις και ανταλλαγές ομολόγων του 2020, η Εθνική σχημάτισε ιδιαίτερα υψηλές προβλέψεις, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού της.

Ενδεικτικό της συντηρητικής προσέγγισης είναι το γεγονός ότι σχημάτισε πρόσθετες προβλέψεις 400 εκατ. ευρώ για την τιτλοποίηση Frontier, παρότι οι ομολογίες πρώτης διαβάθμισης αντιστοιχούν στο 54% της μικτής λογιστικής αξίας του χαρτοφυλακίου και οι τίτλοι ενδιάμεσης διαβάθμισης, ονομαστικής αξίας 450 εκατ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα αποτιμηθούν σε επίπεδα υψηλότερα των 80 εκατ. ευρώ, λόγω του υψηλού κουπονιού που καταβάλλεται από το πρώτο έτος.

Η ταξινόμηση του χαρτοφυλακίου Frontier, ως περιουσιακού στοιχείου προοριζόμενου προς πώληση, μείωσε στο τέλος του 2020 το ύψος των NPEs σε 4,4 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου και σε 4,3 δισ. ευρώ σε επίπεδο Ελλάδας, με το NPE ratio να διαμορφώνεται, αντίστοιχα, σε 13,6% και 13,8%. Ο δείκτης κάλυψης διαμορφώθηκε σε 63,3% και 62,8% για όμιλο και τράπεζα.

Οι επικαιροποιημένοι στόχοι της Εθνικής προβλέπουν μείωση του NPE ratio σε επίπεδα χαμηλότερα του 10% φέτος και εν συνεχεία σε 6% (1,8 δισ. ευρώ) στο τέλος του 2022 και σε επίπεδα χαμηλότερα του 5% έως το τέλος του 2023.

Η παραπάνω εκτίμηση περιλαμβάνει και τα νέα NPEs, που θα προκύψουν τη διετία 2021-22, τα οποία εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 1,4 δισ. ευρώ (έως 600 εκατ. από τα δάνεια που εξήλθαν από τα προγράμματα αναστολής δόσεων).

Η τράπεζα εκτιμά ότι θα υπάρξει μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από οργανικές δράσεις κατά 2,2 δισ. ευρώ, την ίδια περίοδο, η οποία θα απορροφήσει τις εισροές νέων καθυστερήσεων και θα οδηγήσει σε οργανική μείωση των NPEs κατά 0,8 δισ. ευρώ. Επίσης, σχεδιάζεται πώληση ή τιτλοποίηση χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μικτής λογιστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ.

Τα κέρδη, χωρίς να συνυπολογίζονται έσοδα trading, επιδιώκεται να ανέλθουν σε 490 εκατ. ευρώ, κατά τη χρήση 2022, με το core RoE να διαμορφώνεται στα επίπεδα του 9%. Η αύξηση της κερδοφορίας προβλέπεται ότι θα έρθει κατά κύριο λόγο από τη μείωση του cost of risk (σ.σ. πέφτει στις 60 μονάδες βάσης το 2022) και δευτερευόντως από την περαιτέρω συγκράτηση στις λειτουργικές δαπάνες.

Η τράπεζα θα επιδιώξει, τέλος, να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που θα προκύψουν από την αποεπένδυση των funds και των servicers, τοποθετούμενη επιλεκτικά σε επιχειρήσεις και ιδιώτες που θα έχουν πλέον εξυγιανθεί.

…………………….

περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν 2021