Σύμφωνα με τα πρόσφατα -μη εποχικά διορθωμένα- στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό της ανεργίας ανήλθε σε 16,2% το τρίτο τρίμηνο του 2020, έναντι 16,7% του προηγούμενου τριμήνου, σχολιάζει η Alpha Bank την εβδομαδιαία της οικονομική επισκόπηση.
Ο αριθμός των ανέργων κατέγραψε μείωση κατά 20,6 χιλ. άτομα (-2,7%), το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2019, ενώ οι απασχολούμενοι μειώθηκαν, επίσης, κατά 45,1 χιλιάδες άτομα (-1,1%), εξέλιξη που οδήγησε σε μείωση του εργατικού δυναμικού και περαιτέρω αύξηση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού.
O χρόνος απασχόλησης των εργαζομένων, όπως αυτός αποτυπώνεται στη μείωση των απουσιών από την εργασία και στην επακόλουθη αύξηση των ωρών εργασίας, ανά εβδομάδα, ανέκαμψε σημαντικά. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν, από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία, για την εξέλιξη των μεγεθών της αγοράς εργασίας, είναι τα εξής:
Πρώτον, η πανδημική κρίση έχει μεν επιβραδύνει, σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν έχει ανακόψει πλήρως την πτωτική τάση του ποσοστού της ανεργίας που παρατηρείται, τα τελευταία έτη, καθώς αυτό διαμορφώθηκε σε 16,4%, κατά μέσο όρο, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, έναντι 17,5%, το ίδιο διάστημα του 2019 (μέσος όρος τριών τριμήνων, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία).
Δεύτερον, η αύξηση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με την επιβολή “lockdown” και τις συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς παρουσίασε τάσεις εξομάλυνσης, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η μετακίνηση ανέργων προς τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό συνεχίστηκε μεν, αλλά ήταν ηπιότερη το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Πιο αναλυτικά, ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός αυξήθηκε, το τρίτο τρίμηνο, κατά 1%, σε ετήσια βάση, γεγονός που εξηγείται, πρωτίστως, από τη μετακίνηση των ανέργων, προς την εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα, καθώς αρκετά άτομα που αναζητούσαν εργασία, δηλώνουν ότι δεν είναι, πλέον, διαθέσιμα να εργαστούν.
Τρίτον, η αύξηση των απουσιών από την εργασία και η πτώση των ωρών εργασίας αποτελούν τους κύριους παράγοντες της μείωσης του εισοδήματος από την εργασία, κατά το τρέχον έτος, καθώς τα μέτρα που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση για τη στήριξη της απασχόλησης είχαν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεων -σε γενικές γραμμές- στις θέσεις εργασίας (μόλις -1%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εννεάμηνο του 2020) και, ως εκ τούτου, τη συγκράτηση του ποσοστού της ανεργίας. Στο πλαίσιο ορισμένων εξ αυτών των μέτρων, όπως π.χ. το πρόγραμμα “ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ” για την ενίσχυση της απασχόλησης (συμπεριλαμβανομένης και της εποχικής απασχόλησης), ή το μέτρο αναστολής συμβάσεων εργασίας, αυξήθηκαν σημαντικά οι απουσίες από την εργασία και, ως εκ τούτου, μειώθηκε ο αριθμός των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα.
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, διάστημα κατά το οποίο ήταν σε πλήρη ισχύ τα εν λόγω μέτρα, οι ώρες εργασίας διαμορφώθηκαν, κατά μέσο όρο, σε 30,3, έναντι 39,4 ώρες, το ίδιο τρίμηνο του 2019. Το τρίτο τρίμηνο του 2020, ωστόσο, μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και δεδομένου ότι μέρος μόνο των έκτακτων μέτρων στήριξης ήταν σε εφαρμογή, για συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονταν από την πανδημία, οι ώρες εργασίας ανέκαμψαν στο αντίστοιχο περσινό επίπεδο (38,4 ώρες, ανά εβδομάδα, έναντι 38,5 ώρες, το τρίτο τρίμηνο του 2019).
Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι, κυρίως, οι μειωμένες ώρες εργασίας -και λιγότερο η απώλεια θέσεων εργασίας- είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση των εισοδημάτων από εργασία. Σύμφωνα με το International Labour Organisation, η συνολική απώλεια της μισθολογικής δαπάνης (total wage bill) που καταγράφηκε μεταξύ του δεύτερου και του πρώτου τριμήνου του 2020 στη χώρα μας διαμορφώθηκε σε 9,6%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποζημιώσεις που έλαβαν οι εργαζόμενοι, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω πτώσης, δηλαδή οι 9,4 ποσοστιαίες μονάδες προήλθαν από τις μειωμένες ώρες εργασίας, ενώ μόλις 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας προέκυψε από την απώλεια των θέσεων εργασίας. Σε σύγκριση με επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, παρατηρείται, μάλιστα, ότι η αναλογία αυτή ήταν πιο έντονη στη χώρα μας.
Τέταρτον, η πτώση των ωρών εργασίας, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε ετήσια βάση, ήταν εντονότερη στις δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης (-51,2%), ενώ ακολούθησαν τα ορυχεία-λατομεία (-10,2%), η μεταφορά και αποθήκευση (-9,3%), οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (-8%), οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (-7,7%) και η μεταποίηση (-3%). Αντίθετα, αύξηση σημειώθηκε στις ώρες εργασίες, το τρίτο τρίμηνο του 2020, στον κλάδο των κατασκευών και της ενέργειας, κατά 8,8% και 2,7%, αντίστοιχα, σε ετήσια βάση.
Πέμπτον, βάσει των ανωτέρω, η πανδημική κρίση, τους πρώτους εννέα μήνες του 2020, έχει μεν οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), δίχως, ωστόσο, σημαντικές επιπτώσεις επί του δυνητικού ΑΕΠ. Οι επιδράσεις στον παραγωγικό συντελεστή εργασία φαίνονται προσωρινές και, αν ληφθεί υπόψιν η οριακή άνοδος των επενδύσεων,το πρώτο εννεάμηνο του 2020, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019 (+0,3%), συμπεραίνεται ότι οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν επηρεαστεί, σε σημαντικό βαθμό, από την πανδημική κρίση. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στην ελαφρά μείωση του δυνητικού ΑΕΠ, το 2020 (-0,9%, σε ετήσια βάση), σύμφωνα με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.