Tην εκτίμηση πως παρά τη νέα δοκιμασία, το τραπεζικό σύστημα αποδεικνύεται πολύ πιο ανθεκτικό σήμερα, από ό,τι π.χ. το 2007 και πως αυτό ισχύει για την Ευρώπη, αλλά ισχύει και για την Ελλάδα ανέφερε στην ομιλία του στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Φωκίων Καραβίας.
Όπως ανέφερε ο κ. Καραβίας
- «Στο κρίσιμο θέμα των κόκκινων δανείων, υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία.
Η Eurobank, μετά την ολοκλήρωση του πλάνου εμπροσθοβαρούς μείωσης των NPEs, έχει μειώσει θεαματικά το αντίστοιχο ποσοστό στο 15%.
Και είναι σημαντικό ότι και οι υπόλοιπες τράπεζες ακολουθούν με εξίσου φιλόδοξα πλάνα για την εξυγίανση του ισολογισμού τους.
Είναι όμως κρίσιμο, και αυτή είναι η βασική μας ανησυχία αλλά και επιχειρηματικός σχεδιασμός, να μην έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Έχουν ακουστεί εκτιμήσεις για 10 δις ευρώ νέα κόκκινα δάνεια λόγω πανδημίας.
Άποψή μου είναι ότι πρέπει να στοχεύσουμε σε λιγότερα από 5 δις νέα κόκκινα δάνεια.
Αυτό είναι εφικτό με βάση τη συμπεριφορά μέχρι σήμερα των δανειοληπτών, σε πολλά σημεία καλύτερη του αναμενομένου (αρκετοί για παράδειγμα δεν εντάχθηκαν στην αναστολή καταβολών, αν και το εδικαιούντο) αλλά είναι συνάρτηση και του βάρους που θα δώσουν τα τραπεζικά ιδρύματα ειδικά στην ελαχιστοποίηση αυτών των νέων καθυστερήσεων».
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του
Αν προγραμματίζαμε αυτή τη συζήτηση πέρυσι τέτοια μέρα, το θέμα μας θα ήταν και πάλι η επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.
Πριν από ένα χρόνο, όμως, περιμέναμε εύλογα ότι αυτή η επόμενη μέρα θα είχε ήδη ξεκινήσει.
Η εκδήλωση της πανδημίας δεν μετέθεσε μόνο το ξεκίνημα της νέας φάσης, ύστερα από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, που από μόνα τους αρκούσαν για να βάλουν τη χώρα μας μπροστά σε αποφάσεις για το πώς βλέπει το μέλλον της και πώς δεν θα υποτροπιάσει στο παρελθόν της.
Αλλάζει επίσης το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τα οικονομικά δεδομένα, επιταχύνει δομικές αλλαγές στην οικονομική ζωή, ενώ ταυτόχρονα μεταβάλλονται οι γεωοικονομικές συντεταγμένες, με την αναδίπλωση της παγκοσμιοποίησης, και έχουν αλλάξει και τα γεωστρατηγικά δεδομένα για τη χώρα και την περιοχή μας.
Εστιάζοντας στην Ελλάδα και την οικονομία, οι εκτιμήσεις έχουν μια αυτονόητη αβεβαιότητα λόγω της δυναμικής της πανδημίας, ωστόσο μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες προβλέψεις ή στοχοθεσία σε σχέση με 4 βασικές οικονομικές μεταβλητές: Η ύφεση να παραμείνει μονοψήφια, θα έλεγα λίγο πάνω από το 8%, το έλλειμμα επίσης να παραμείνει μονοψήφιο, το χρέος να κινηθεί κάτω από το ψυχολογικό όριο του 200%, ίσως κοντά στο 195% και τα διαθέσιμα, το περίφημο «μαξιλάρι» του Δημοσίου, να μην υποχωρήσει κάτω από τα 30 δις. Με βάση τα στοιχεία που έχουμε σήμερα -και εάν δεν υπάρξει κάποια απρόβλεπτη επιδείνωση- πιστεύω ότι τα παραπάνω είναι επιτεύξιμα.
Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας ύφεσης είναι, χωρίς υπερβολή, ένα επίτευγμα πολιτικής – σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Η ΕΚΤ χορήγησε χωρίς καθυστέρηση άπλετη ρευστότητα στην οικονομία. Η χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών σε όλη την Ευρώπη έδωσε στις κυβερνήσεις ευχέρεια να κινηθούν.
Τα μέτρα στήριξης στην Ελλάδα ξεπερνούν, μέχρις στιγμής, τα €17 δις. Το τραπεζικό σύστημα προχώρησε πολύ γρήγορα στην χρηματοδότηση κυρίως των επιχειρήσεων, αρχικά αυτοτελώς και στη συνέχεια συμμετέχοντας στα κρατικά προγράμματα στήριξης, που –ας μην το προσπερνάμε- κινητοποιούν και ιδιωτικά κεφάλαια, δηλαδή κεφάλαια των τραπεζών.
Παράλληλα, οι τράπεζες προχώρησαν σε άμεσα μέτρα ανακούφισης πληγέντων πελατών τους με αναστολή της υποχρέωσης αποπληρωμής υποχρεώσεων.
Η περίμετρος των αναστολών φτάνει τα 20 δις ευρώ, ενώ λάβαμε –η Eurobank ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία- και ειδικά μέτρα μακροπρόθεσμης αναστολής υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις του τουρισμού.
Όλα αυτά τα μέτρα ήταν κρίσιμα για να αποφύγουμε μια οικονομική ερημοποίηση την οποία μπορούσε να προκαλέσει μια πρωτοφανής κατάσταση.
Τα μέτρα ήταν αναγκαία αλλά δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα».
Αναφέρθηκα ήδη στο δημοσιονομικό έλλειμμα που πρέπει να παραμείνει μονοψήφιο ή την επίπτωση στο δημόσιο χρέος. Καταγράφονται αυξητικές τάσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (-€7δις το διάστημα Ιανουάριος-Ιούνιος 2020, από -€4δις την αντίστοιχη περυσινή περίοδο).
Η ανεργία επίσης παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, ενώ η ύφεση συνοδεύεται από αποπληθωριστικές πιέσεις. Αυτά είναι εύλογα, αναμενόμενα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, αλλά δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
Προσπαθώντας να εκτιμήσουμε τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, θα αναφερθώ σε τρία συγκεκριμένα πεδία: τον τραπεζικό κλάδο, την ευκαιρία που παρέχουν οι ευρωπαϊκοί πόροι και, για μια ακόμη φορά, στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Παρά τη νέα δοκιμασία, το τραπεζικό σύστημα αποδεικνύεται πολύ πιο ανθεκτικό σήμερα, από ό,τι π.χ. το 2007.
Αυτό ισχύει για την Ευρώπη, αλλά ισχύει και για την Ελλάδα.
Στο κρίσιμο θέμα των κόκκινων δανείων, υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία.
Η Eurobank, μετά την ολοκλήρωση του πλάνου εμπροσθοβαρούς μείωσης των NPEs, έχει μειώσει θεαματικά το αντίστοιχο ποσοστό στο 15%.
Και είναι σημαντικό ότι και οι υπόλοιπες τράπεζες ακολουθούν με εξίσου φιλόδοξα πλάνα για την εξυγίανση του ισολογισμού τους.
Είναι όμως κρίσιμο, και αυτή είναι η βασική μας ανησυχία αλλά και επιχειρηματικός σχεδιασμός, να μην έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Έχουν ακουστεί εκτιμήσεις για 10 δις ευρώ νέα κόκκινα δάνεια λόγω πανδημίας.
Άποψή μου είναι ότι πρέπει να στοχεύσουμε σε λιγότερα από 5 δις νέα κόκκινα δάνεια.
Αυτό είναι εφικτό με βάση τη συμπεριφορά μέχρι σήμερα των δανειοληπτών, σε πολλά σημεία καλύτερη του αναμενομένου (αρκετοί για παράδειγμα δεν εντάχθηκαν στην αναστολή καταβολών, αν και το εδικαιούντο) αλλά είναι συνάρτηση και του βάρους που θα δώσουν τα τραπεζικά ιδρύματα ειδικά στην ελαχιστοποίηση αυτών των νέων καθυστερήσεων.
Προφανώς απαιτούνται οι κατάλληλες πολιτικές – για παράδειγμα σταδιακή επάνοδος σε κανονικές πληρωμές των δανείων που είναι σήμερα σε αναστολή – για να πετύχουμε κάτι τέτοιο.
Επίσης, το πρόγραμμα Γέφυρα, βοηθάει τα νοικοκυριά που έχουν πληγεί, λειτουργώντας για πρώτη φορά προληπτικά, επιδοτώντας τη δόση για 9 μήνες – και οι τράπεζες ενθαρρύνουμε όλους τους δικαιούχους να κάνουν χρήση αυτού του προνομίου.
Εξαιρετικά κρίσιμο είναι επίσης να διαφυλάξουμε την κουλτούρα πληρωμών, κάτι που δέχτηκε μεγάλη πίεση μέσα από την κρίση. Είναι κρίσιμο σε αυτή τη φάση να μην κάνουμε βήματα προς τα πίσω. Αποτελεί, επομένως, ευθύνη και του τραπεζικού συστήματος και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης και όλων των θεσμικών φορέων να διαφυλάξουμε και να προάγουμε την κουλτούρα πληρωμών. Μέτρα, πολιτικές ή νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει να λαμβάνουν πολύ σοβαρά αυτή την παράμετρο.
Τέλος, το τραπεζικό σύστημα έχει σήμερα και τη ρευστότητα και την τεχνική επάρκεια για να στηρίξει την επιστροφή της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ήδη έχουμε κινητοποιηθεί για να εκταμιεύσουμε ταχύτατα τα νέα προγράμματα ΤΕΠΙΧ 4 και Β’ φάση της εγγυοδοσίας που ξεκινούν άμεσα.
Η επάρκεια ρευστότητας συνδέεται και με το δεύτερο θέμα, την απορρόφηση των 32 δις από το Recovery Fund και τις άλλες ευρωπαϊκές πηγές. Χρειαζόμαστε άμεσα ένα πλούσιο πρόγραμμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας πρέπει να συνεργαστούν για την σύνταξη ενός καταλόγου μεγάλων έργων, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά έργων υποδομής, που να μπορούν να ξεκινήσουν γρήγορα.
Η δυσκολία δεν θα είναι στην εξεύρεση κεφαλαίων.
Η δυσκολία θα είναι να εντοπίσουμε πού θα έχουν οι επενδύσεις το μέγιστο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, για να στηρίξουν βιώσιμα ένα ανώτερο επίπεδο δυναμικού της οικονομίας, και πώς θα ωριμάσουν γρήγορα τα σχέδια, παρακάμπτοντας τα γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια και διαδικασίες που αποτελούν πάντοτε τροχοπέδη.
Στο πλαίσιο αυτό είναι θετικό ότι σημειώνεται πρόοδος στην έναρξη των έργων του Ελληνικού, ένα project που η Eurobank έχει υποστηρίξει έμπρακτα και ουσιαστικά.
Ένα ειδικότερο αλλά σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας δημιουργεί η απόφαση για επίσπευση της απολιγνιτοποίησης σε μια χώρα που κατεξοχήν βασιζόταν στο λιγνίτη για την παραγωγή ενέργειας.
Οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, γύρω στα 5 δισεκατομμύρια, για τη λεγόμενη «δίκαιη μετάβαση» δεν οδηγούν μόνο στην αναγκαία συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά παρέχουν και τη δυνατότητα για μια πραγματική παραγωγική μεταμόρφωση και εκσυγχρονισμό γεωγραφικών περιοχών που ήταν έως σήμερα περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες και ταυτισμένες αποκλειστικά με την ενεργειακή τροφοδοσία της υπόλοιπης χώρας, όπως στην Κοζάνη, στη Φλώρινα ή στην Αρκαδία.
Από πλευράς επενδυτικού μεγέθους αποτελεί ένα δεύτερο Ελληνικό και είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα πως ένα πρόβλημα μετατρέπεται σε επενδυτική ευκαιρία.
Είναι πολύ θετικό ότι ήδη 15 μεγάλες επενδύσεις στις παραπάνω περιοχές είναι έτοιμες προς υποβολή.
Τέλος, για την επιτάχυνση της ανάπτυξης, το βάρος πρέπει να πέσει στην αντιμετώπιση ιστορικών αδυναμιών, όπως το μείζον ζήτημα των αδειοδοτήσεων και της χωροταξίας, καθώς και οι χρόνοι απονομής της δικαιοσύνης. Αναφέρθηκε και στα δύο ο Πρωθυπουργός στην πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί θετικό βήμα ότι βρίσκονται όχι απλώς στο ραντάρ αλλά στην κορυφή της ατζέντας της κυβέρνησης.
Η αξιοποίηση πόρων για την γρήγορη προώθηση της ψηφιοποίησης στο χώρο της δικαιοσύνης είναι ευκαιρία και από όσο αντιλαμβάνομαι αποτελεί και πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει γρήγορα σε αυτή την κατεύθυνση.
Αντίστοιχη επιτάχυνση απαιτείται και στη διαδικασία των αδειοδοτήσεων, που συνδέεται με το χωροταξικό και τις χρήσεις γης, και στην πράξη συχνά λειτουργεί με τη σημερινή μορφή της αποτρεπτικά για ξένους επενδυτές.
Η αντιμετώπισή τους θα πολλαπλασιάσει την αποδοτικότητα φορολογικών κινήσεων που μπορούν να έχουν ουσιαστική συμβολή, όπως οι υπεραποσβέσεις ως επενδυτικό κίνητρο και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και του συντελεστή φορολόγησης της εργασίας.
Μπορώ να πω με ικανοποίηση ότι και στο σκέλος της φορολογικής πολιτικής τα μέτρα τα οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στο Thesaloniki Helexpo Forum κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Υπηρετούν την βασική προτεραιότητα της οικονομίας μας, δηλαδή την ανάγκη σταδιακής στροφής, από μέτρα βραχυπρόθεσμης στήριξης των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, σε μέτρα πιο μακροπρόθεσμης τόνωσης επενδύσεων, απασχόλησης και ανάπτυξης.
Συνολικά, το επόμενο διάστημα πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία στο καθαρά υγειονομικό σκέλος.
Ωστόσο, έχουμε μια ευκαιρία, με σωστή χρήση του δημοσιονομικού χώρου και των πόρων που παρέχει η ευρωπαϊκή πολιτική, να κάνουμε πράξη τις τομές που χρειάζεται η χώρα. Νομίζω υπάρχει γενική πια συμφωνία στο τι χρειάζεται, για μια ισχυρότερη οικονομία που αποτελεί και προϋπόθεση, όπως και πάλι διαπιστώνουμε με κόστος, για την εγγύηση και της ασφάλειάς μας. Το τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι το 2007 ή το 2015.
Έχουμε περισσότερα κεφάλαια και άνετη ρευστότητα. Μπορούμε να συμβάλουμε ουσιαστικά στην μόχλευση και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.
Πρέπει να γίνει κοινό κτήμα αυτή η ξεκάθαρη πραγματικότητα: οι τράπεζες στην επόμενη φάση της οικονομίας δεν είναι μέρος του προβλήματος, αλλά μέρος της λύσης.